Κριτική για το βιβλίο “Αποκάλυψη”, της Ελισσάβετ Πιτσινή
Μνήμη Βικτωρίας Θεοδώρου
Η ποιήτρια και αγωνίστρια της Αριστεράς Βικτωρία Θεοδώρου.
Η ποιήτρια και παλιά αγωνίστρια της Αριστεράς Βικτωρία Θεοδώρου «έφυγε» το βράδυ της
Παρασκευής 15 Φεβρουαρίου σε ηλικία 94 ετών. Τη γνώρισα από το ζευγάρι των Κυπρίων
διανοουμένων Πανίκου και Ελλης Παιονίδου. Πάνε πολλά χρόνια – δεν θυμάμαι πόσα
ακριβώς. Θυμάμαι ότι μου χάρισε ένα βιβλίο της, το οποίο με εντυπωσίασε.
Αργότερα, η φίλη μου Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, σαν
έμαθε ότι τη γνωρίζω, μου ζήτησε να της τη συστήσω. Οταν πήγαμε σπίτι της, την είδα να
είχε «βαρύνει» σε σχέση με την πρώτη φορά που την είδα. Τα χρόνια είχαν περάσει.
Την είδα και μια τρίτη φορά, ήταν Ιούνιος του 2009, με δική μου πρωτοβουλία.
Προσφέρθηκα να τη συνοδεύσω στην παρουσίαση του ελληνο-μακεδονικού λεξικού του
Βάσκο Καρατζά. Η παρουσίαση ήταν στην αίθουσα ανταποκριτών ξένου Τύπου. Κατά τη
διάρκεια της παρουσίασης εισέβαλαν στην αίθουσα χρυσαυγίτες και άρχισαν να μας
απειλούν με αγριοφωνάρες. Η Βικτωρία, που δεν καταλάβαινε καλά περί τίνος επρόκειτο,
σκύβει στο αυτί μου και με ρωτάει σιγανά:
«Ποιοι είναι αυτοί;»
«Φασίστες», της απαντώ κι εγώ σιγανά. Μόλις άκουσε αυτή τη λέξη, η Βικτωρία άρχισε να
με παρακινεί να φύγουμε.
«Δεν ξέρεις εσύ, παιδί μου, τι είναι ικανοί να κάνουν αυτοί οι άνθρωποι».
«Ας μην τους φοβηθούμε, Βικτωρία», της απαντώ. «Ας μείνουμε με όλους τους άλλους.
Βλέπεις; Κανένας δεν φεύγει».
«Δίκιο έχεις», μου απαντά. Σε λίγο ήρθε η αστυνομία και οι χρυσαυγίτες τράπηκαν σε φυγή.
Ηταν η τελευταία φορά που είδα τη Βικτωρία. Και αυτές οι γραμμές που έγραψα ας είναι το
δικό μου μνημόσυνο για εκείνη.
Πηγή: www.kathimerini.gr
Κείμενο: Διονύσης Γουσέτης
Umberto Eco: «Πρώτο ελάχιστο ημερολόγιο»
Μπορεί ο Ε.Τ.Α. Χόφμαν να γυρνάει τον κόσμο ψάχνοντας για την τέλεια γυναίκα, την τέλεια ομορφιά, νιάτα, δροσιά, φωνή, μπορεί τόσοι και τόσοι να δελεάζονται από τη γυναικεία νιότη και ομορφιά, ο ήρωας του Έκο, όμως, όχι. Κάνει την ανατροπή. Είναι τρελά ερωτευμένος με την Μπαμπίτα, με κάθε Μπαμπίτα. Μπα-μπί-τα. Δηλαδή, με αυτές τις γυναίκες που οι άλλοι αποκαλούν «γριές». Ο Έκο βρήκε έναν νέο όρο: «πρεσβύδια» (αλλιώς γραΐδια). Το σαρακοφαγωμένο χειρόγραφο που έχει στα χέρια του ανήκει σε κάποιον κρατούμενο και του παραδόθηκε από τον δεσμοφύλακά του. Από αυτό προκύπτει ότι ο ήρωας συχνάζει στα απόμερα κοιμητήρια, στα γηροκομεία, στις ψάλλουσες πομπές των πολιούχων αγίων και στα φιλανθρωπικά παζάρια, για να κατασκοπεύσει τις γριές «από κοντά, αυτά τα πρόσωπα τα σκαμμένα από ηφαιστειακά ρήγματα», τα μάτια «τα νερουλά από τον καταρράχτη», «την παλμική κίνηση των στεγνών χειλιών», την «υπέροχη σπηλιά του ξεδοντιάρικου στόματος», τα σάλια, τα τρεμάμενα με φλέβες χέρια, τους κιρσούς στα πόδια. Τον έρωτα των έφηβων κοριτσιών τον θεωρεί «πληρωμή διοδίων στα δικαιώματα της ηλικίας». Το κείμενο έχει την εξέλιξή του, αλλά αφήνεται στην περιέργεια του αναγνώστη να ανακαλύψει το μέγεθος της ανατροπής.
Στο εύλογο ερώτημα, τι θέλει να μας πει ο πανέξυπνος, πανευφυής Έκο; Ποιον άσο κρύβει στο μανίκι; Ο ίδιος έχει προκαταβολικά απαντήσει στον hypocrite lecteur, τον semblable και frère, ότι τα κείμενά του είναι άσκηση πάνω στον Ναμπόκοφ, ότι η «εξέκτασή» του (!) παίζει με μια γνωστή συλλογή σχολίων πάνω στο Finnegans Wake, ότι μιμείται το ύφος των New Critics, τα δοκίμια του Έλιοτ και τις μεθόδους της κριτικής των συμβόλων που ανθούσε εκείνη την εποχή στα αμερικανικά πανεπιστήμια (δεκαετία του ’60) και, τέλος, γιατί «το να παρωδούμε ένα κείμενο είναι ένας τρόπος να του αποτίσουμε τιμή».
Στο επόμενο κείμενο του βιβλίου, ο Έκο θα μας μιλήσει για τον αρχαιότατο πολιτισμό που άκμασε πριν από την έκρηξη του 1980 (!) και για την κρυπτοβιβλιοθήκη των αρχαίων γήινων στη λίμνη του Λόχνες, για το μυστήριο που καλύπτει τον προεκρηκτικό ιταλικό πολιτισμό, αλλά και για την ανακάλυψη κάτω από τόνους λάβας ενός μικρού βιβλίου, Ρυθμοί και τραγούδια του σήμερα, που ονομάστηκε Quanternulus Pompeianus, από τον τόπο όπου βρέθηκε.
Ο Έκο, ειδικός ερευνητής, παρατηρητής, μελετητής της καθημερινής ζωής, σημειολόγος και «Μέγας Πρωταγόρας στο Logos Club» (όπως τον αποκαλεί ο Laurent Binet στην Έβδομη λειτουργία της γλώσσας, μτφρ. Γιώργος Ξενάριος, Εκδόσεις Opera, 2018), ξέρει καλά τους τρόπους αποπλάνησης και παραπλάνησης του μέσου τηλεθεατή, αποκαλύπτει το πράγμα πίσω από τη φαντασμαγορία του. Παράδειγμα, η Ζιλιέτ Γκρεκό· στο θέατρο είναι μύθος, στην τηλεόραση διατηρεί το μαγικό της πρόσωπο, χωρίς τον μύθο του όμως. Τον μύθο τον έχει η μέτρια εκφωνήτρια (τηλεπαρουσιάστρια). Ο Έκο μπαίνει στη διαδικασία να περιγράψει και να αναλύσει πώς μια μετριότητα διαθέτει αυθόρμητη γοητεία και κερδίζει το κοινό γι’ αυτό ακριβώς που είναι και δεν δημιουργεί αισθήματα κατωτερότητας σε κανέναν, «ούτε καν στον πιο κακομοίρη», διότι «ο θεατής βλέπει να δοξάζεται […] το πιστό αντίγραφο των δικών του ορίων». Η Θεία Πρόνοια στο πρόσωπο της τηλεόρασης, με γκάφες, χοντράδες, κοινοτοπίες, πείθει για «την αξία της μετριότητας».
Μια άλλη ανατροπή, υψηλών προδιαγραφών, είναι εκείνη που εμπλέκει τα ιερά πρόσωπα και τον ρόλο τους στην ανακατανομή του Χάους. «Ο Ραφαήλ και καμιά ντουζίνα ακόμα μεγάλα κεφάλια […] είχαν κληρονομικά δικαιώματα στο Χάος», «Τον εωσφόρο προσπαθούν να τον περάσουν για κομμουνιστή», «ο Γαβριήλ […] έκανε τον Ευαγγελισμό με βαριά καρδιά […] Τι τριγυρνούσε κι έλεγε για κείνη την κοπέλα […] ο Υιός είναι ακροαριστερός […] παραήταν πονηροί εκείνοι οι δώδεκα […] Κοντεύουμε να φτάσουμε στο σημείο βρασμού! Σας δίνω δέκα χιλιάδες χρόνια περιθώριο κι ύστερα θα δείτε», λέει ο πονηρός.
Η «εξέκταση» αφορά ένα βιβλίο συμπίλημα από τα χειρόγραφα του Τζέιμς Τζόις πάνω στη διάλεκτο της Τεργέστης που δίδασκε στη Σχολή Μπελίτζ του Κόμο. Πώς καταφέρνει ο συγγραφέας από το ξενύχτι ενός νεκρού να περάσει στον γάμο ενός ζευγαριού που αναβάλλεται από μια περίπλοκη και αφύσικη εξέλιξη του χρόνου στην τελική ευθεία; Ο Έκο θα περπατήσει βήμα βήμα την περιπλοκή, για να μας αποδείξει ότι το παράδοξο είναι για τον αναγνώστη, όχι για τον δημιουργό.
Αν βλέπει από εκεί ψηλά, θα χαίρεται με τα συγχαρητήρια για την ωραία παράσταση που μας έστησε. Και, επιπλέον, μας λύτρωσε από το άγχος μερικών βιβλίων-σταθμών στον χρόνο, που δεν μπορέσαμε να διαβάσουμε.
Το παράδοξο της Πόρτα Λουντοβίκα, ας πούμε Εκκλησία και Βιομηχανία, επίσης, έχουν τον δικό τους μυστικό παραλογισμό που καθόλου δεν είναι τέτοιος. Στο κεφάλαιο «Εγκώμιο στον Φράντι», ο Έκο επανέρχεται στο μεγάλο θέμα που τον είχε απασχολήσει και στο Όνομα του Ρόδου· το γέλιο. Το γέλιο το «σατανικό», αλλά και «βαθύτατα ανθρώπινο», το «ίδιο των τρελών», όπως λέει ο Μποντλέρ, ανατρεπτικό της Τάξης, την οποία «περιγελάς από μέσα» ή «βρίζεις απέξω». Ή Ραμπελέ ή Καρτέσιος. Ή «ένας μαθητής που γελάει στο σχολείο ή ένας πρωτοποριακός αναλφάβητος».
Ο Ηράκλειτος είναι κάποιος που έγραψε για έναν, αλλά τον πήραν «οι δοκησίσοφες μαϊμούδες». Ο «θρίαμβος του ανθρώπου της μάζας» και οι αναγωγές του τότε στο σήμερα δεν έχουν προηγούμενο. Στο γράμμα στον γιο του, Στέφανο, για τα χριστουγεννιάτικα παιχνίδια, αραδιάζει όλα τα σύνεργα της πολεμικής τέχνης όλων των εποχών, ελπίζοντας ότι, όταν έρθει η ώρα, ο μικρός Στέφανο «θα έχει μάθει να κινείται κριτικά μες στην πραγματικότητα». Στις «τρεις αλλόκοτες βιβλιοκρισίες» τα βάζει με τις πανάκριβες εκδόσεις· η μία, η Ιστορία της Ο που θυμίζει την Αριάνα και κάνει λόγο για κρίκους που πρέπει οι γυναίκες να φορέσουν εκεί που άλλοτε έβαζαν ζώνη αγνότητας, να προμηθευτούν μαστίγια που έχουν καρφιά και αφήνουν ωραία ματωμένα σημάδια στο δέρμα. Τρίτη βιβλιοκρισία, ο Εραστής της Λαίδης Τσάτερλι, ένα βιβλίο που θα έπρεπε να συστήσουμε στα παιδιά σαν σχολικό ανάγνωσμα […] για να τους θυμίσουμε τις αδιάφθορες αξίες της ζωής, τη Φύση και το Σεξ, «με την παρθενική και τη ζωτική του έννοια».
Η ανακάλυψη της Αμερικής δίνεται σε απευθείας σύνδεση με τα δημοσιογραφικά κανάλια. Στην κριτική για τα βιβλία γράφει: Βίβλος, «καλοδουλεμένο μυθιστόρημα ποταμός». Οδύσσεια, «Με λίγα λόγια, εντελώς άλλης σχολής, αυτός ο Όμηρος είναι στ’ αλήθεια πολύ ταλαντούχος». Αλιγκέρι Δάντης, Θεία κωμωδία, αντενδείκνυται η έκδοσή του γιατί η γλώσσα είναι φλωρεντινή και μετά θα έπρεπε να βγει και στη διάλεκτο της Τοσκάνης και της Φερράρας. Τορκουάτο Τάσσο, θα πρέπει να ξανακοιτάξει τις ερωτικές σκηνές στην Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ. Του Ντιντερό, Τα αδιάκριτα κοσμήματα και η Μοναχή είναι «ένα έργο σωστό τούβλο». Θα μπορούσε να γράψει ένα ντελικάτο και γαργαλιστικό, αλλά, όπως λέμε στην πατρίδα μου «τα μεταξωτά βρακιά θέλουν και επιδέξιους κώλους». Ο Δον Κιχώτης είναι ένας παλαβός και ο υπηρέτης του ένας αγαθιάρης με τον οποίο ταυτίζεται ο αναγνώστης. Το Αναζητώντας του Προυστ, όπως είναι, δεν διαβάζεται, «παραείναι ασθματικό». Η κριτική του πρακτικού λόγου του Καντ και άλλα δυο που «έχουν σχεδόν όμοιους τίτλους» μας μπερδεύει. Του Κάφκα, Η δίκη θυμίζει Χίτσκοκ… «αυτοί οι νέοι συγγραφείς νομίζουν ότι κάνουν ποίηση». Τέλος, ο Τζόις δεν διαβάζεται γιατί «είμαι αναγνώστης των αγγλικών και μου στείλατε ένα βιβλίο γραμμένο κι εγώ δεν ξέρω σε ποια διαολεμένη γλώσσα».
photo Umberto EcoHypocrite lecteur, mon semblable, mon frère, έτσι απευθύνεται ο Έκο στον αναγνώστη του, προοικονομώντας ότι θα κατανοήσουμε την άλλη όψη της παρωδίας και της ετεροχρονισμένης πραγματικότητας. Αν βλέπει από εκεί ψηλά, θα χαίρεται με τα συγχαρητήρια για την ωραία παράσταση που μας έστησε. Και, επιπλέον, μας λύτρωσε από το άγχος μερικών βιβλίων-σταθμών στον χρόνο, που δεν μπορέσαμε να διαβάσουμε. Συγχαρητήρια στα Ελληνικά Γράμματα που επανεκδίδουν Ουμπέρτο Έκο.
Πρώτο ελάχιστο ημερολόγιο
Umberto Eco
μετάφραση: Έφη Καλλιφατίδη
Ελληνικά Γράμματα
280 σελ.
ISBN 978-960-19-0694-2
Τιμή €13,90
Πηγή: www.diastixo.gr
Κείμενο: Ανθούλα Δανιήλ
900 αποτυπώματα
Ο ολοένα αυξανόμενος κατάλογος του Google Books διαθέτει πάνω από 25 εκατ. ψηφιοποιημένα βιβλία, όμως το μόνο που γνωρίζουμε για τους υπαλλήλους που επιτρέπουν στα σκάνερ να κάνουν τη δουλειά τους γυρίζοντας μία μία τις σελίδες, είναι πως καμιά φορά, μαζί με τα κείμενα, σκανάρουν και τα δάχτυλα ή τα χέρια τους.
Οταν πληροφορήθηκε για την ύπαρξη αυτών των αποτυπωμάτων ο Andrew Norman Wilson, ο οποίος είχε απολυθεί από την Google επειδή κατέγραψε τις συνθήκες εργασίες της συγκεκριμένης κατηγορίας υπαλλήλων σε ένα μικρού μήκους φιλμ το 2011, άρχισε να τα αναζητά και κατάφερε να συγκεντρώσει πάνω από 900. Αυτές τις ημέρες, δείγματα των σουρεαλιστικών εικόνων, που αναδεικνύουν τον κρυμμένο ανθρώπινο μόχθο στα άδυτα του ιντερνετικού κολοσσού, εκτίθενται στην Photographers’ Gallery στο Λονδίνο, στο πλαίσιο της ομαδικής έκθεσης «All I Know Is What’s On The Internet».
Οι «Στίχοι»
Τρεις δεκαετίες συμπληρώνονται μεθαύριο από την έκδοση των «Σατανικών στίχων» του Σαλμάν Ρούσντι και ο συγγραφέας, ο οποίος αναγκάστηκε να ζήσει επί 13 χρόνια με πλαστό όνομα και μόνιμη συνοδεία αστυνομικών, επιμένει ότι το αμφιλεγόμενο βιβλίο του έπεσε θύμα παρερμηνείας. «Στην πραγματικότητα, είναι ένα μυθιστόρημα για Ασιάτες μετανάστες στο Λονδίνο», δήλωσε σε συνέντευξη στο AFP με αφορμή την επίσκεψή του στο Παρίσι. «Το Ισλάμ δεν απασχολούσε τη δημοσιότητα τότε. Κανένας δεν σκεφτόταν έτσι», είπε αναφορικά με την εποχή που έγραψε τους «Στίχους». «Ενα από τα πράγματα που έχουν αλλάξει είναι ότι οι άνθρωποι στη Δύση είναι πιο ενημερωμένοι από ό,τι παλαιότερα».
Για μικρούς χρήστες
«Μεγαλώνοντας ανθρώπους σε έναν ψηφιακό κόσμο» τιτλοφορείται το νέο «εγχειρίδιο» της Diana Graber για γονείς που θέλουν να εκπαιδεύσουν σωστά τα παιδιά τους ώστε να γίνουν υπεύθυνοι «πολίτες» του Διαδικτύου. Οταν οι Αμερικανοί έφηβοι περνούν κατά μέσον όρο εννέα ώρες την ημέρα μπροστά σε οθόνες και η ελίτ του Silicon Valley έχει φτάσει να στέλνει τα τα παιδιά της σε σχολεία όπου απαγορεύεται η χρήση κινητών και λάπτοπ, η Garber υποστηρίζει πως η μόνη λύση είναι τα παιδιά να διδαχθούν τις σωστές χρήσεις της τεχνολογίας.
Πηγή: www.kathimerini.gr
Nicole Krauss: «Δάσος σκοτεινό»
Όταν ο 68χρονος ΤζουλςΈπστιν αποφασίζει να εξαφανιστεί στο Ισραήλ, ξεπουλώντας σταδιακά την τεράστια περιουσία που είχε κάνει ως ιδιοκτήτης δικηγορικού γραφείου στη Νέα Υόρκη, ύστερα από τον θάνατο των γονιών του και το διαζύγιο με την επί τριάντα πέντε χρόνια σύζυγό του, καταφεύγει αρχικά στο «Χίλτον» του Τελ Αβίβ, βιώνοντας μια ανερμήνευτη μεταμόρφωση και μεταστροφή, τόσο για τα παιδιά του όσο και για την προσωπική του γραμματέα. Παράλληλα, η Νικόλ, μια συγγραφέας από τη Νέα Υόρκη σε συγγραφικό αδιέξοδο, αποφασίζει να εγκαταλείψει σύζυγο και παιδιά και να καταλύσει στο «Χίλτον» του Τελ Αβίβ, που επισκεπτόταν ως παιδί στις διακοπές με την οικογένειά της, εμπλεκόμενη σε μια περιπέτεια με άξονα τον Κάφκα και παρασυρόμενη σε ένα τόσο εσωτερικό όσο και μεταφυσικό ταξίδι.
Αυτές τις δύο παράλληλες ιστορίες που δεν συναντώνται ποτέ μεταξύ τους, εξαιρουμένων των δύο-τριών εξωτερικών κοινών σημείων (Νέα Υόρκη – «Χίλτον» Τελ Αβίβ – εβραϊκή καταγωγή πρωταγωνιστών), μα που συνδέονται γερά υποδορίως και φτάνουν μέχρι το μεδούλι του βιβλίου, μας αφηγείται η Νικόλ Κράους στο Δάσος σκοτεινό. Είναι το τέταρτο και το καλύτερο μυθιστόρημά της, που κινείται στα όρια του αριστουργήματος και που μας φέρνουν στα ελληνικά οι Εκδόσεις Μεταίχμιο, σε εξαιρετική μετάφραση της Ιωάννας Ηλιάδη.
Για να καταλάβουμε καλύτερα τι κάνει εδώ η Κράους θα πρέπει να ξεχάσουμε ό,τι γνωρίζουμε για την παραδοσιακή γραμμική αφήγηση, να κινηθούμε στα απώτατα όρια της μεταμοντέρνας λογοτεχνίας και να βουτήξουμε βαθιά στο πλαίσιο της μεταμυθοπλαστικής αφήγησης (metafiction), ακολουθώντας κατά πόδας την τεχνική της. Η αυτοπροσδιοριζόμενη δομή, με την κατάλληλη μορφή και περιεχόμενο, χρησιμοποιείται από τη συγγραφέα για να υπονομεύσει τις υπάρχουσες λογοτεχνικές συμβάσεις επιτυγχάνοντας τη διερεύνηση και ανακάλυψη μιας βαθύτερης σχέσης που διαπερνά τη λογοτεχνία, τη ζωή, την τέχνη και την πραγματικότητα. Η παραπάνω τεχνική, προσεκτικά επιλεγμένη και εφαρμοσμένη ήδη στα δύο προηγούμενα μυθιστορήματά της, τη βοηθά να μιλήσει επιτυχώς για τα θέματα που την αφορούν. Αρχής γενομένης από το ζήτημα του εαυτού, της προέλευσης και επίλυσής του. Ακολούθως, της μεταστροφής και μεταμόρφωσης αυτού, μέσα σε μια πραγματικότητα που δεν γίνεται κατανοητή από πολλούς τις περισσότερες φορές. Και, τέλος, πώς αυτά μπορούν να λειτουργήσουν μέσα σε μια μυθοπλασία, είτε μυθιστορηματική είτε αυτοβιογραφική, ως αυτοπραγμάτωση. Αν και για το τελευταίο βοηθά κατά πολύ η τεχνική της μεταμυθοπλαστικής αφήγησης.
Κι αν όλα τα παραπάνω μπορούν να φανούν κάπως μπερδεμένα στον αναγνώστη, τη λύση μάς τη δίνει ο Φίλιπ Ροθ, που χαρακτήρισε το μυθιστόρημα ευφυές και το θαύμασε πραγματικά. Διότι η Κράους, με την τεχνική της κυρίως και την ικανότητα να εμπλέξει τη μεταστροφή και τη μεταμόρφωση του εαυτού μέσα σε αυτό λογοτεχνικά, κατάφερε να αναδείξει καλύτερα το μείζον ζήτημα που απασχολούσε τον Ροθ στα περισσότερα των μυθιστορημάτων του. Εκείνο του Αμερικανοεβραίου συγγραφέα, γενικότερα, απέναντι στο εβραϊκό ζήτημα, αφ’ ης στιγμής υπάρχει η γη του Ισραήλ. Ήτοι: η επιστροφή στις ρίζες και στον τόπο καταγωγής, δίχως τον πατέρα, αν είναι αυτό εφικτό. Διόλου τυχαίο πως η συγγραφέας αφιερώνει αυτό το βιβλίο στον πατέρα της!
Για να καταλάβουμε καλύτερα τι κάνει εδώ η Κράους θα πρέπει να ξεχάσουμε ό,τι γνωρίζουμε για την παραδοσιακή γραμμική αφήγηση, να κινηθούμε στα απώτατα όρια της μεταμοντέρνας λογοτεχνίας και να βουτήξουμε βαθιά στο πλαίσιο της μεταμυθοπλαστικής αφήγησης (metafiction), ακολουθώντας κατά πόδας την τεχνική της.
Ο Τζουλς υφίσταται αυτή τη μεταστροφή με την επιστροφή του στο Ισραήλ και με την κατασπατάληση της περιουσίας του εκεί, περιουσία που απέκτησε στην Αμερική. Μια μεταστροφή αδιανόητη από το κοντινό του περιβάλλον. Στην ουσία, ο Τζουλς μετέβη στο Ισραήλ για να πεθάνει στα πάτρια εδάφη, όπως και οι από εκατονταετίες πρόγονοί του. Μια μεταστροφή που επέρχεται ύστερα από την απώλεια των γονιών του. Εξ ου και το διαζύγιό του. Εξ ου και η κινηματογραφική του αναχώρηση από τη ζωή, εν μέσω κινηματογραφικών γυρισμάτων, ως βασιλιάς Δαυίδ. Η παλιότερη γενιά των Αμερικανών Εβραίων, που έζησε και μεγαλούργησε στην Αμερική, επιστρέφει στα «πάτρια» όχι για να πεθάνει απλά, αλλά για να ξαναζήσει βρίσκοντας τις χαμένες μα διόλου απολεσμένες ρίζες, μέσα στο χώμα των οποίων θα θαφτεί.
Υπάρχει όμως και η άλλη εκδοχή, η πιο σύγχρονη, αυτή της Νικόλ. Συνονόματη της συγγραφέως. Που η Κράους τής χαρίζει τα καλύτερα ίσως κομμάτια της ζωής της. Κάπου εδώ εμπλέκεται και η αυτοβιογραφική μυθοπλασία. Επίσης Αμερικανοεβραία, μα πιο νέα σε ηλικία από τον Τζουλς. Γνωρίζοντας κάποιον που διατείνεται πως ήταν πρώην καθηγητής λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο εκεί, όταν φθάνει στο Ισραήλ, θα μπλεχτεί σε μια αναζήτηση κάποιων γραπτών του Κάφκα, που θα την οδηγήσει από το μυστήριο μεταφυσικά στην ανακάλυψη του εαυτού. Η μεταστροφή της έχει άλλη πορεία. Θα χωρίσει, θα γνωρίσει εαυτόν και θα ζήσει πολύ καλύτερα τη ζωή της, όπως διαφαίνεται. Οπωσδήποτε όμως θα ξεπεράσει το δημιουργικό της αδιέξοδο ανακαλύπτοντας κι αυτή τις βαθύτερες ρίζες που την ενώνουν με τον ιουδαϊσμό, έστω μέσω του Κάφκα, ήτοι λογοτεχνικά, για να… ξαναζήσει. Να βρει το βαθύτερο νόημα της ζωής, που δεν είναι τίποτε άλλο από την ίδια τη ζωή. Μόνο που αυτό περνά μέσα από την πατρώα γη του Ισραήλ, θέλοντας και μη. Διόλου τυχαίο πως η Κράους μέσα στο διάστημα των επτά χρόνων από το προηγούμενό της μυθιστόρημα, χώρισε από τον επίσης συγγραφέα –πρώην, πλέον, σύζυγό της– ΤζόναθανΣάφρανΦόερ, και είχε κατηγορηθεί πως ζούσε στη σκιά του. Και, φυσικά, η ηρωίδα Νικόλ επιστρέφει στην Αμερική για να συνεχίσει να ζει τη ζωή της.
Nicole Krauss Η κατά τόπους φιλοσοφική διάθεση του μυθιστορήματος σχετικά με την ιουδαϊκή θεολογία, την Καμπάλα κ.λπ. ενδεχομένως να κουράζει τον αναγνώστη. Υπό την παραπάνω όμως οπτική περισσότερο ανοίγει μονοπάτια ερμηνείας του κειμένου παρά το συσκοτίζει. Οπωσδήποτε πάντως του προσδίδει και το ανάγει σε ανώτερα επίπεδα, τόσο από άποψη γραφής όσο και νοήματος.
Κείμενο: Θωμάς Λιακόπουλος
Πηγή: www.diastixo.gr
Ιωάννα Καρυστιάνη: «Χίλιες ανάσες»
«Επιμένω να γράφω για αφανείς κάθε εποχής», δήλωσε πρόσφατα η Ιωάννα Καρυστιάνη σε μια συνέντευξή της. Κι έτσι είναι. Ο κόσμος της –αν όχι πάντα, σίγουρα τις περισσότερες φορές– είναι ο κόσμος των απλών, καθημερινών ανθρώπων που ζούνε καθημερινές ζωές και… κρύβουν λίγο-πολύ καθημερινά πάθη και μυστικά.
Θα πρόσθετα ακόμα πως ο κόσμος της –πιο σωστά, το μυθιστορηματικό σύμπαν αυτής της συγγραφέα– είναι η χώρα της. Η Ελλάδα. Μια μικρή περιοχή στα νότια της Ευρώπης. Και εδώ, στο τελευταίο της μυθιστόρημα, αυτός ο κόσμος γίνεται ακόμα πιο μικρός – ένα κουκούτσι.
Κουκούτσι λένε και το φανταστικό νησάκι όπου η Καρυστιάνη τοποθετεί την ιστορία της. Μικρός τόπος, αλλά γι’ αυτούς που εκεί ζούνε δεν μπορεί ως ελάχιστος, ασήμαντος να θεωρείται.
«Πώς όμως ο τόπος όπου αναπνέουμε, σκεφτόμαστε τα πάντα και ερωτευόμαστε μπορεί να είναι ασήμαντος;» ένα από τα πρόσωπα του έργου θα πει. Και σε μη ασήμαντους τόπους, μόνο ως σημαντικά βιώνονται τα γεγονότα.
Η ιστορία του μυθιστορήματος ξεκινά με την αναγνώριση του πτώματος ενός άνδρα από τη γυναίκα του. Είχε εξαφανιστεί, βρέθηκε πνιγμένος. Πτώμα αγνώριστο. Αλλά αναγνωρίσιμο για εκείνη που βιώνει την απουσία με τρόπο τραγικό και αναζητά τη βεβαιότητα του θανάτου.
Αλλά αν τα στιγμιότυπα της καθημερινότητας κεντάνε τις εξελίξεις στις ζωές μας, το ίδιο καθοριστικές είναι και οι στιγμές όπου ο θάνατος πρωταγωνιστεί. Ο πνιγμός ενός άνδρα, ο λόγος και ο τρόπος που αυτός έγινε, μπορεί να ερμηνεύεται από έναν άλλον πνιγμό, παλαιοτέρων ετών;
Κι έτσι ξεκινά το κουβάρι των αντιδράσεων όσων από τον έναν θάνατο έχουν καταφέρει να επιβιώσουν έως τον άλλο. Η γυναίκα του προσφάτως εξαφανισθέντος, η κόρη της, οι στενές φιλενάδες της, οι δυο φίλοι του. Διάφοροι επαγγελματίες, αστυνομικοί, περιστασιακοί τουρίστες και μόνιμοι επισκέπτες. Όλη σχεδόν η κοινωνία του μικρού νησιού. Τα άτομα που ζούνε σε μικρούς τόπους τα συνδέουν μυστικά και ενοχές, ίσως περισσότερο από εκμυστηρεύσεις και αλληλοβοήθειες.
Η Καρυστιάνη, με αργούς ρυθμούς αφήγησης, θα ξετυλίξει τις ζωές των ηρώων της. Οι περισσότεροι είναι πρόσωπα που μεγάλωσαν τα χρόνια της μεταπολίτευσης. Με τον δικό του τρόπο το καθένα εκφράζει το σημερινό του αδιέξοδο. Δικό του και μόνο; Ή μπορεί το ατομικό να συνθέτει το ομαδικό;
Άρα γι’ αυτό απόλυτα ευθύβολο ως προς τον στόχο που επέλεξε να σημαδέψει – όχι την καρδιά, μα τον νου. Κι έτσι, από τα συναισθήματα των ηρώων γεννιούνται οι σκέψεις του αναγνώστη.
Το μυστικό που φέρνει στη μνήμη ο πρόσφατος πνιγμός, έτσι όπως αυτό είχε σημαδευτεί από μια κόκκινη κηλίδα πάνω σε βράχο, συμβολίζει την αποτυχία μιας γενιάς που δεν κατάφερε να μετατρέψει τα όνειρά της σε πραγματικότητα.
Αλλά –στο σημείο αυτό, η συγγραφέας είναι ξεκάθαρη– ελπίδα για το αύριο υπάρχει. Κάποιοι νέοι άνθρωποι την υποστηρίζουν. Γιατί ξέρουν να ερωτεύονται την ώρα που συμμετέχουν στα κοινά. Γιατί δεν αφήνουν τις ενοχές να τους πνίξουν, μα αποφασίζουν την αντίδραση και την υποστήριξη εκείνων που διασχίζουν τη θάλασσα που περιβάλλει τον μικρό τόπο – το Κουκούτσι ή την Ελλάδα, αδιάφορο μιας και είναι το ίδιο.
Μυθιστόρημα που κάθε λίγο και λιγάκι ανασύρει πρόσωπα μιας επικαιρότητας που πλέον έχει ξεχαστεί, ενώ επίσης φωτίζει στιγμές πιο πρόσφατες, Άραγε, πόσο σύντομα κι αυτές θα εγγραφούν στα κιτάπια μιας μισόθαμπης μνήμης;
Μυθιστόρημα που χρησιμοποιεί ως πρόσχημα ένα κεντρικό συμβάν για να απλωθεί και να μετατραπεί σε τοιχογραφία ομαδικών καταστάσεων. Τελικά έργο κοινωνικού συνόλου κι όχι τόσο ατομικών περιπτώσεων.
Μυθιστόρημα γραμμένο σε μια γλώσσα που συχνά καταργεί τους κανόνες σύνταξης και στίξης. Αλλά έτσι λες και η ροή της αφήγησης αποκτά από τη μια ένα αίσθημα άγχους και από την άλλη μια δύναμη σκαπτικού εργαλείου: «Στα δεξιά του χωματόδρομου ιδού η συστάδα με τις αγριοπασχαλιές που εκείνος είχε φυτέψει, Στέλιο, θα ξανάρθω όταν ανθίσουν, του είπε σαν να τον είχε δίπλα της».
Η Καρυστιάνη στήνει ζωντανά, καθημερινά πρόσωπα, επιλέγει λεπτομέρειες που κανείς δεν προσέχει και παράλληλα φιλοσοφεί: «Το Μιτσουμπίσι συμβόλιζε τον Στέλιο. Στο ντουλαπάκι φάτσα στη θέση του συνοδηγού βρισκόταν ακόμη μια περσινή εξέταση αίματος, το κουβάρι σπάγγου και μια καρτέλα Simeco για τις καούρες στο στομάχι του».
Το Χίλιες ανάσες είναι ένα μυθιστόρημα πολυπρόσωπο και πολυσήμαντο. Με πολλούς τρόπους μπορεί να διαβαστεί – ως πολιτικό σχόλιο, ως κοινωνική καταγραφή, ως παρακολούθηση ατομικών συναισθημάτων. Εγώ το διάβασα ως ένα ιδιότυπα λαϊκό ανάγνωσμα που χρησιμοποιεί με έναν θυμό (ή και πάθος) τις λέξεις. Άρα γι’ αυτό απόλυτα ευθύβολο ως προς τον στόχο που επέλεξε να σημαδέψει – όχι την καρδιά, μα τον νου. Κι έτσι, από τα συναισθήματα των ηρώων γεννιούνται οι σκέψεις του αναγνώστη.
Κείμενο: Μάνος Κοντολέων
Πηγή: www.diastixo.gr
Λευκάδιος Χέρν, ένας Έλληνας στην Ιαπωνία (β΄ μέρος), της Μένης Πουρνή
Η διαμονή του Λευκάδιου Χερν στη Νέα Ορλεάνη αποδείχτηκε πολύ ενδιαφέρουσα. Έζησε εκεί περίπου για μια δεκαετία δουλεύοντας ως αρθρογράφος σε εφημερίδες. Ο τρόπος δουλειάς του στην εφημερίδα Daily City Item άλλαξε άρδην το χαρακτήρα της εφημερίδας. Την ίδια περίοδο δούλεψε ως χαράκτης δημιουργώντας αξιόλογα χαρακτικά, ασχολία την οποία εγκατέλειψε επειδή επηρέαζε την ήδη επιβαρυμένη όρασή του. Στα τέλη του 1881 ανέλαβε τη θέση αρχισυντάκτη στην εφημερίδα Times Democrat. Εδώ καταπιάστηκε και πάλι με τις μεταφράσεις ξένων συγγραφέων, κυρίως Γάλλων, βοηθώντας το έργο των Ανατόλ Φρανς, Ζεράρ ντε Νερβάλ και ιδίως του Πιέρ Λοτί, που επηρεασε πολύ και το λογοτεχνικό έργο του ίδιου του Χερν, να γίνουν γνωστά στις Η.Π.Α. . Δημοσίευσε, επίσης, σε άλλα έντυπα άρθρα για τους Φιλιππινέζους στην Αμερική, τον κρεολικό πληθυσμό της πόλης και την ιδιαίτερη κουζίνα του, τη Γαλλική Όπερα, το Βουντού της Λουϊζιάνα και τη Μαύρη Μουσική.
Γενικότερα, τα άρθρα του Χερν βοήθησαν να γίνει περισσότερο γνωστή η κουλτούρα και ο τρόπος ζωής της Νέας Ορλεάνης που εκείνη την εποχή θύμιζε περισσότερο την Ευρώπη και την Καραϊβική. Τα γνωστότερα βιβλία που έγραψε ο Χερν κατά την παραμονή του εκεί είναι: «Μικρό λεξικό κρεολικών παροιμιών» (1885), «Η κρεολική κουζίνα» (1885), «Μία ανάμνηση του χαμένου νησιού» (1889). Από όσους έχουν ζήσει στη Νέα Ορλεάνη, μόνο για τον Λούις Άρμστρονγκ έχουν γραφτεί περισσότερα βιβλία από όσα για τον Χερν.
Το Harper’s έστειλε τον Χερν στις Γαλλικές Δυτικές Ινδίες ως ανταποκριτή το 1887. Πέρασε δύο χρόνια στη Μαρτινίκα και, εκτός από τα κείμενά του για το περιοδικό, έγραψε δύο βιβλία: «Δυο χρόνια στις Γαλλικές Δυτικές Ινδίες και Γιούμα», η «Ιστορία μιας σκλάβας των Δυτικών Ινδιών», που δημοσιεύθηκαν το 1890.
Ωστόσο ο αποφασιστικός σταθμός στη ζωή του δεν είχε έλθει ακόμη.
Το 1890 πήγε ως απεσταλμένος μίας εφημερίδας στο Τόκιο. Η αποστολή γρήγορα τελείωσε αλλά ο Χερν αποφάσισε να παραμείνει. Με τη βοήθεια ενός Άγγλου καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Τόκιο διορίστηκε καθηγητής στη Νομαρχιακή Σχολή του Σιμάνε στο Ματσούε, πόλη της δυτικής Ιαπωνίας, στις ακτές της Ιαπωνικής Θάλασσας. Εκεί γνώρισε και παντρεύτηκε την Σέτσου Κοιζούμι, κορη μιας τοπικής οικογένειας σαμουράι. Μαζί απέκτησαν τρεις γιους και μια κόρη, τους Κάζουο, Ιβάο, Κιγιόσι και την Σουτζούκο. Στα τέλη της επόμενης χρονιάς και πάλι με τη βοήθεια του Άγγλου φίλου του, μετακομίζει στην πόλη Κουμαμότο ως καθηγητής στην Πέμπτη Ανώτερη Σχολή. Εκεί ολοκλήεωσε και το πρώτο του βιβλίο σε ιαπωνικό έδαφος με τίτλο «Ματιές στην άγνωστη Ιαπωνία» (1894).Τον Οκτώβριο του 1894 προσλήφθηκε ως δημοσιογράφος στην αγγλόφωνη εφημερίδα The Kobe Chronicle και μετακόμισε στο Κόμπε.
Ζώντας στην Ιαπωνία τη εποχή του δυτικού εκσυγχρονισμού της, ο Χερν αγάπησε παράφορα τον παλιό πολιτισμό και τις παραδόσεις της Ιαπωνίας που χάνονταν κατά τη διάρκειά του. Διέθετε μία τεράστια βιβλιοθήκη που αποτελούνταν από 2400 τόμους, η οποία σήμερα βρίσκεται στο Πανεπιστήμιο της Τογιάμα. Οι σημειώσεις του στο περιθώριο των σελίδων τους θα μπορούσαν κάλλιστα να αποτελέσουν αντικείμενο μελέτης. Όσα χρήματα κέρδιζε, τα διέθετε στην αγορά βιβλίων.
Ο τρόπος που έγραψε τις ιαπωνικές ιστορίες του έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Ένας παλιός του μαθητής από το Ματσούε, τον οποίο είχε προσλάβει ως γραμματέα, ο Μασανομπού Ότανι, συγκέντρωνε για λογαριασμό του κείμενα από παλιά βιβλία. Αυτό το υλικό ο Χερν το επεξεργαζόταν με τη βοήθεια της συζύγου του. Της έδινε να διαβάσει τις ιστορίες και κατόπιν ζητούσε να του τις αφηγηθεί, αφού πρώτα τις είχε αφομοιώσει. Της έλεγε: «Δεν θέλω να μου τις διαβάζεις από το βιβλίο. Προτιμώ τις δικές σου λέξεις και φράσεις. Διαφορετικά δεν μου κάνει».
Τον Ιανουάριο του 1896 πολιτογραφείται Ιάπωνας με το όνομα Γιάκουμο Κοιζούμι, λαμβάνοντας ουσιαστικό το επώνυμο της συζύγου του. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους αρχίζει να διδάσκει αγγλική λογοτεχνία στο Αυτοκρατορικό του Τόκιο ως το 1903. Το 1904 διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Ουασέντα στο Σιντζούκου στο Τόκιο. Στις 26 Σεπτεμβρίου 1904 πέθανε από καρδιακή ανακοπή σε ηλικία 54 ετών. Ο τάφος του είναι στο Νεκροταφείο Ζοσιγκάγια, στο Τοσίμα του Τόκιο.
Ήταν ιδιαίτερα μοναχικός και κλεινόταν επί ώρες στο γραφείο του με συντροφιά τους ήρωες του. Όταν η όρασή του χειροτέρεψε ακόμη περισσότερο, παρήγγειλε ένα τραπέζι πολύ ψηλότερο από το συνηθισμένο, που έφτανε σχεδόν μέχρι τον λαιμό του ώστε να μπορεί να γράφει κολλώντας τη μύτη του στο χαρτί χωρίς να σκύβει. Θεωρείται ο πιο αυθεντικός δυτικός ερμηνευτής της Ιαπωνίας.
Τον ιούλιο του 2014 εγκαινιάστηκε μουσείο με το όνομά του στη Λευκάδα. Υπάρχει επίσης ένα πολιτιστικό κέντρο με το όνομα του Χερν στο Πανεπιστήμιο του Ντάραμ στη βορειοανατολική Αγγλία. Στην Ιαπωνία τρία κύρια μουσεία για τον Λευκάδιο Χερν βρίσκονται στο Ματσούε, στο Κουμαμότο και στο Γιαϊζού.
Τα έργα του της περιόδου της Ιαπωνίας είναι:
- Glimpses of Unfamiliar Japan (1894)
- Out of the East: Reveries and Studies in New Japan (1895)
- Kokoro: Hints and Echoes of Japanese Inner Life (1896)
- Gleanings in Buddha-Fields: Studies of Hand and Soul in the Far East (1897)
- Exotics and Retrospectives (1898)
- Japanese Fairy Tales (1898-1922), πέντετεύχη
- In Ghostly Japan (1899)
- Shadowings (1900)
- A Japanese Miscellany (1901)
- Kotto: Being Japanese Curios, with Sundry Cobwebs (1902)
- Kwaidan: Stories and Studies of Strange Things (1904)
- Japan: AnAttemptatInterpretation (1904), το οποίο εκδόθηκε αμέσως μετά τον θάνατό του.
Λευκάδιος Χερν, ένας Έλληνας στην Ιαπωνία (α΄ μέρος), της Μένης Πουρνή
Λευκάδιος Χερν, ένας Έλληνας στην Ιαπωνία (α΄ μέρος)
Όπως και ο συμπατριώτης του από τα Επτάνησα, ομηρικός Οδυσσέας, έτσι και ο ΛευκάδιοςΧερν έζησε μία ζωή εξίσου περιπετειώδη και μυθιστορηματική. Γεννήθηκε στις 27 Ιουνίου 1850 στη Λευκάδα και το πλήρες όνομά του ήταν Πάτρικ Λευκάδιος Χερν. Πατέρας του ήταν ο ιρλανδικής καταγωγής χειρουργού ταγματάρχη Τσαρλς Μπους Χερν και της ευγενούς καταγωγής καθολικής Ελληνίδας Ρόζας Αντωνίου Κασιμάτη από τα Κύθηρα. Οι γονείς του παντρεύτηκαν με ορθόδοξο γάμο και το σπίτι που γεννήθηκε στην Λευκάδα υπάρχει ακόμη.Την ίδια χρονιά ο πατέρας του πήρε προαγωγή σε Υπηρεσιακό Χειρουργό Δεύτερης Τάξης και μετατέθηκε από τη Λευκάδα στις Βρετανικές Δυτικές Ινδίες στην Καραϊβική. Θεωρώντας ότι ο γάμος του με μία αλλόθρησκη θα μπορούσε να βλάψει τις επαγγελματικές προοπτικές και επειδή η οικογένειά του δεν ενέκρινε το γάμο του δεν ενημέρωσε τους ανωτέρους του. Το 1852 κανονίζει η γυναίκα του και οι γιοι του να ζήσουν στο Δουβλίνο με τους δικούς του όπου έτυχαν ψυχρής υποδοχής λόγω των πολιτισμικών διαφορών. Τελικά περιήλθαν στην επιμέλεια της θείας του Τσαρλς Χερν, Σάρα Μπρέναν. Το 1853 ο Τσαρλς Χερν επέστρεψε με άδεια στην Ιρλανδία αλλά ο γάμος του με τη Ρόζα Κασιμάτη έπνεε ήδη τα λοίσθια. Όταν έφυγε στον πόλεμο της Κριμαίας η Ρόζα ήταν ξανά έγκυος και τελικά επέστρεψε στην πατρίδα της όπου γέννησε τον τρίτο γιο της και ξαναπαντρεύτηκε αμέσως μετά την ακύρωση του γάμου τους όπως και ο ίδιος ο Τσαρλς Χερν.
Ο Λευκάδιος πέρασε στην πλήρη κηδεμονία της θείας του Σάρα όπου έλαβε κατ’ οίκον μαθήματα και διάβασε πολύ ελληνική μυθολογία στη βιβλιοθήκη του σπιτιού της.Μεγαλώνοντας και βλέποντας ότι απομακρύνεται από την καθολική θρησκεία η θεία του τον έγραψε σε ένα καθολικό σχολείο όπου βαριόταν αφόρητα αλλά έμαθε άπταιστα γαλλικά. Το 1863 γράφτηκε σε μια θεολογική σχολή. Σε ένα ατύχημα στην αυλή του σχολείου τραυμάτισε το μάτι του και τελικά το έχασε ενώ σε συνδυασμό με την διαρκώς αυξανόμενη μυωπία του κουβαλούσε πάντα μαζί του έναν μεγεθυντικό φακό για να βλέπει καλύτερα σε μακρινή απόσταση. Γι’ αυτό στις φωτογραφίες εικονίζεται πάντα προφίλ. Το 1867 ο διαχειριστής της περιουσίας της θείας του την οδήγησε σε χρεωκοπία και κατέληξε να ζει στο Ηστ Εντ του Λονδίνου με την πρώην υπηρέτρια της περιφερόμενος άσκοπα. Το 1869 τον έστειλε στην Αμερική με οδηγίες να βρει την αδερφή του διαχειριστή της η οποία του έδωσε μόνο 5 δολάρια και ευχές για καλή τύχη. Για αρκετό καιρό ζει εξαθλιωμένος ώσπου γνωρίζει τον Άγγλο τυπογράφο και κοινοτιστή ΧένριΓουότκινς που του δίνει δουλειά στο τυπογραφείο του. Την ίδια εποχή συχνάζει στην δημόσια βιβλιοθήκη του Σινσινάτι που διέθετε 50000 τόμους. Το 1871 ο διαχειριστής της περιουσίας της θείας του του ανακοινώνει ότι πέθανε χωρίς να αναφέρει ότι τον συμπεριέλαβε στη διαθήκη της.
Από το 1872 ως το 1875 δουλεύει στην εφημερίδα The Cincinnati Enquirer. Εντυπωσιάζει γράφοντας άρθρα για τους τοπικούς φόνους και τα άτομα του περιθωρίου. Η Βιβλιοθήκη της Αμερικής (μη κερδοσκοπικός εκδότης αμερικάνικης λογοτεχνίας) επέλεξε μία από αυτές τις περιγραφές φόνων, το Gibbeted, για να τη συμπεριλάβει στην ανασκόπηση δύο αιώνων Αμερικανικού Αληθινού Εγκλήματος, το 2008. Το 1874 εκδίδει με τον ΧέρνιΦάρνι ένα οχτασέλιδο εβδομαδιαίο περιοδικό τέχνης, λογοτεχνίας και σάτιρας με τον τίτλο Ye Giglampz. Η Δημόσια Βιβλιοθήκη του Σινσινάτι ανατύπωσε ένα αντίγραφο των εννέα συνολικά τευχών το 1983. Την ίδια χρονιά παντρεύτηκε την ΑφροαμερικανίδαΑλίθιαΦόλευ. Κάτι τέτοιο ήταν αντίθετο με τους νόμους της εποχής της πολιτείας του Οχάιο περί επιμειξίας. Τον Αύγουστο του 1875 η εφημερίδα τον απέλυσε εξαιτίας των αντικληρικαλιστικών του απόψεων και τα παράπονα που δέχτηκε από την τοπική εκκλησία με αφορμή τον ανάρμοστο γάμο του. Γρήγορα προσελήφθη από αντίπαλη εφημερίδα και η παλιά του εφημερίδα του έκανε αντιπρόταση την οποία απέρριψε εξοργισμένος. Ο Χερν και Φόλευ χώρισαν οριστικά το 1877. Αρχίζει να ασχολείται ολοένα και περισσότερο με την μετάφραση αρχίζοντας με τα έργα του Γάλλου συγγραφέα Θεόφιλου Γκωτιέ. Απογοητευμένος πια από τη ζωή στο Σινσινάτι και με την υποστήριξη του φίλου του Χ. Γουότκινς και του έκδοτη της νέας του εφημερίδας Cincinnati Commercialπηγαίνει να ζήσει στη Νέα Ορλεάνη, όπου αρχικά έγραψε ανταποκρίσεις για τηνCommercial στη στήλη Gateway to the Tropics.
Συνεχίζεται…
Ο ΣΙΟΥΛΑΣ Ο ΤΑΜΠΑΚΟΣ, ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΑΤΖΗ
Γαλαζοπράσινη και βαθιά, δίπλα στη μικρή πόλη, απλώνεται η λίμνη. Μέσα στα νερά της καθρεφτίζει τα ψηλά του τα τείχια το παλιό μεσαιωνικό και —θέλουν να λεν— ακόμα παλιότερα κάστρο της.
Πίσω απ’ την ανατολική πλευρά του κάστρου, στην άκρη άκρη της λίμνης, πάνω στην όχτη της, βρισκόταν ο μαχαλάς των ταμπάκικων. Έτσι τα λέγανε τα βυρσοδεψεία. Και ταμπάκους λέγανε τους βυρσοδέψες — ταμπάκηδες που τους λένε στις Σέρρες, στο Βόλο, θαρρώ και στη Σύρα.
Σ’ όλο το μάκρος του μαχαλά, μέσα στο νερό της λίμνης, αραδιαζότανε τα τομάρια, τεζαρισμένα καλά σε ξύλινα τελάρα και τα παίρναν ύστερα, άμα μουλιάζαν και τ’ αργάζανε μέσα στ’ αργαστήρια — στα ταμπάκικα.
Όλα θα ‘τανε καμιά δεκαπενταριά-είκοσι αυτά τ’ αργαστήρια, λιθόκτιστα, δίπατα όλα, με θολωτές μεγάλες πόρτες, στη σειρά κι ακουμπισμένα στα τείχια του κάστρου. Το κάτω πάτωμα είχε τα παράθυρα μικρά, σαν πολεμίστρες. Ήταν όλο ένα μεγάλο χαγιάτι πλακόστρωτο, με κάτι ξύλινες σκάφες από δω κι από κει. Μέσα σ’ αυτά τα χαγιάτια, κάνε ξιπόλητοι, κάνε με κάτι μεγάλα ποδήλατα και ξεβράκωτοι —δηλαδή μονάχα με το βρακί τους— δουλεύαν οι ταμπάκοι τα δέρματα. Τ’ απάνω πάτωμα πρόβαλλε στο δρόμο κάπου μισό μέτρο παραέξω απ’ το κάτω κι είχε τα παράθυρα μεγάλα — είδος βενετσιάνικα. Ήτανε το κατοικιό τους εκεί κι ανέβαιναν από μια μικρή ξύλινη σκάλα μέσ’ απ’ τ’ αργαστήρια. Ο τόπος όλος τριγύρω βρωμοκόπαγε την ξινή δριμίλα* του τομαριού.
Οι ταμπάκοι παινεύονταν πως ήταν από τους παλιότερους κατοίκους αυτής της πόλης και πως ήταν όλοι τους αρχόντοι «καστρινοί», που τους πέταξαν οι Τούρκοι απ’ το κάστρο υστέρα απ’ την επανάσταση του Σκυλόσοφου, στα 1612. Και στ’ αλήθεια, μιλούσανε το ιδίωμα της πόλης καθαρότερα απ’ όλους τους άλλους και το κρατούσαν αμόλευτο στο λεξιλόγιο και στη φωνητική του.
Τα νταραβέρια τους ωστόσο με την πόλη ήτανε πολύ λιγοστά. Σχεδόν ποτέ δεν ανέβαιναν «απάνω» αν δεν είχανε κάποια δουλειά. Καταφρονούσανε τους καινούριους κατοίκους της και μπορεί κανένας να πει πως μήτε τους ήξεραν τους μαχαλάδες που φκιάσαν οι μικρασιάτες πρόσφυγες. Έμεναν εκεί, πίσω από το κάστρο, ένας κόσμος ξεχωριστός και κλεισμένος. Τελειωμένος.
Λίγο παραπάνω απ’ τα δικά τους τ’ αργαστήρια ήτανε τα ξυλάδικα. Μετσοβίτες και ζαγορίσιοι —απ’ τα βλαχοζάγορα— δουλεύαν εκεί. Οι ταμπάκοι δεν είχανε κανένα νταραβέρι μαζί τους. Δυο δρόμους παραπάνω, οι βαρελάδες —μετσοβίτες και βλάχοι κι αυτοί, βοβουσιώτες* και ντομπρινοβίτες*- κοπανούσανε χρόνια εκεί πέρα, πάνω στα ρόμπολα και τις οξιές, με τα ξύλινα σφυριά τους, τον ίδιο μόχτο. Οι ταμπάκοι τους ξέρανε, τους καλημέριζαν, διαφορές δεν είχαν μαζί τους και πάρε-δώσε δεν είχαν. Ήταν, βλέπεις, ντατσκαναραίοι, ήγουν χωριάτες. Λίγο παρακάτω, δίπλα στ’ αργαστήρια τους ήταν η Σκάλα. Τα μεγάλα καΐκια της λίμνης, σκαφιδωτά κι αργοκίνητα, ξεφόρτωναν εκεί, απ’ τα χωριά που βρίσκονταν αγνάντια, καυσόξυλα, σφαχτά, τυριά, βουτύρατα και τα τέτοια. Οι ταμπάκοι ψωνίζαν άμα χρειαζόντανε κάτι, μα και κει δεν είχανε πολλά νταραβέρια —τι νταραβέρια με τους χωριάτες; Το βράδυ πηγαίνανε σε δικά τους κρασοπουλειά όπου δεν πατούσαν χωριάτες— μονάχα καϊκτσήδες από το μικρό νησί της λίμνης μπαίνανε καμιά φορά και πίνανε λίγο μαζί τους, πριν γυρίσουν στο νησί τους το βράδυ. Μ’ αυτούς τους ένωνε το πάθος του κυνηγιού — γι’ αυτό τους δίναν το ελεύτερο να κάτσουνε δίπλα τους.
Σ’ αυτά τα κρασοπουλειά τα δικά τους, τα τραπέζια ήτανε χαμηλά κι είχανε στη μέση μια τρύπα, για να μπαίνει το χειμώνα το μαγκάλι. Καθόντανε γύρω γύρω, σε σκαμνιά που ‘τανε κι αυτά χαμηλά και το κρασί πριν το πιούνε το ζεσταίνανε σε χαλκωμένους μαστραπάδες. Η κουβέντα γύριζε πάντα σε παλιές ιστορίες, κυνήγια, τέτοια πράματα. Άντρες σκληροί και περήφανοι, σπάνια μιλούσανε για δουλειές και συμφέροντα —δεν το καταδέχονταν. Και πολιτική δε μιλούσανε — δεν είχανε με ποιον να τσακωθούνε, γιατί ‘ταν όλοι τους σφόδρα βενιζελικοί — Ελλάδα των πέντε θαλασσών, καθώς ταιριάζει σε παλιούς καστρινούς αρχοντάδες. Ψήφιζαν πάντοτε και το βενιζελικό υποψήφιο δήμαρχο και τους βενιζελικούς επιτρόπους στο μητροπολιτικό ναό του Αγίου Αθανασίου και τελειώνανε και μ’ αυτά. Αυτάρκεια. Ηθική. Κοινωνική. Πολιτική.
Και επαγγελματική. Κανένας δεν έφυγε απ’ το επάγγελμα και κανένας ξένος δεν έμπαινε —η παράδοση του σιναφιού, που ‘ταν κι από τα παλιότερα της πόλης, λεν οι αρμόδιοι, δεν είχε αλλάξει ακόμα. Μόνο που στα χρόνια που γράφω, καθώς ήταν λιγοστοί και δένονταν όλοι με συγγένειες μεταξύ τους, είχε γίνει πια και δουλεύαν συνεταιρικά σε κάθε εργαστήρι. Μαστόροι και καλφάδες γίναν ένα —ήταν όλοι τους μαστόροι πια— και νοικοκυραίοι. Αυτό μονάχα είχε αλλάξει. Όλα τ’ άλλα μέναν όπως ήταν από τον καιρό που πρωτόγιναν αυτά τ’ αργαστήρια. Πολύ λίγο γνοιαζόνταν αυτοί να μάθουν τι γίνεται αλλού με τα δέρματα. Ακόμα και την ψαρόκολλα — τσουκάλι τη λέγανε— τη φκιάχνανε πάντα μονάχοι τους από τα ψάρια της λίμνης. Και βαφές και βαψίματα, όπως τα ξέραν, όπως τα βρήκαν. Και όλα. Όπως τα ξέραν, όπως τα βρήκαν. Αναντάμπαπαντάμ.*
Ταμπάκος αναντάμπαπαντάμ ήτανε κι ο Σιούλας. Από πατέρα ταμπάκο, από μάνα κόρη ταμπάκου. Εκεί γεννήθηκε. Εκεί έπαιξε τα κότσια και τη σκλέντζα —όπως λέγανε το ξυλίκι— τις ομάδες — όπως λέγανε τις αμάδες— τ’ αμπελοπήδημα και τα σκλαβάκια και χτυπήθηκε στον πετροπόλεμο με τα παιδιά απ’ τους γειτονικούς μαχαλάδες. Εκεί έμαθε γράμματα και κολύμπι, πρωτοπήγε στην εκκλησιά και στο κυνήγι στη λίμνη. Και μεγάλωσε, μπήκε στη δουλειά, παντρεύτηκε κι έφκιασε δική του φαμίλια κι έμεινε πάντα με την ψυχή του γεμάτη κλειστή περηφάνεια, ατράνταχτη αυτάρκεια κι αδυσώπητη καταφρόνια για κάθε καινούριο. Κάθε νεωτερισμός ήταν ξιπασμός.*
Ένας δικός τους —σπανιότατο πράμα— πήγε και ξενιτεύτηκε. Πήγε μακριά και γύρισε κάποτε με χρυσή καδένα στο γιλέκο και παράδες στην τζέπη: Και καθώς το αίμα δε γίνεται νερό, στριφογύριζε όλη μέρα στα ταμπάκικα και το βράδυ πήγαινε στα κρασοπουλειά τα δικά τους και καθόταν μαζί τους. Και γιατί να μη κάθεται; Μόνο που ξεπήδαγε κάθε τόσο κι ήθελε πάντα να λέει για τις χώρες τις μακρινές και τα θάματα που ‘δαν τα μάτια του. Τον στραβοκοιτάξανε στην αρχή, τον αποπήρανε καναδυό φορές, πάλι δεν έλεγε να το κόψει.
Ήτανε λέει μεσημέρι, καλοκαίρι, κι οι ταμπάκοι, όπως ήτανε με τα βρακιά τους μονάχα στ’ αργαστήρια, βγήκαν λίγο να ξαποστάσουν και να πάει και το ψωμί παρακάτω, όσο να πιάσουνε πάλι δουλειά. Ήτανε κι αυτός εκεί και πήγε πάλι κάτι να πει, πάλι για τα ταξίδια.
— Και δε μου λες, σε περικαλούμε, τον ρώτησε άξαφνα ο Σιούλας και σηκώθηκε σιγά σιγά και πήγε κοντά του. Έμαθες και να διαβάζεις τίποτα φράγκικα εκεί που πήγες;
— Και βέβαια… Κατιτίς έμαθα, είπε ο ανύποπτος άνθρωπος.
— Τότες διάβασέ μας εδώ πέρα τι γράφει. Του γύρισε τα πισινά του και χτυπούσε με τις δυο του τις παλάμες τα μεγάλα γράμματα της ξενικής μάρκας που ‘τανε σταμπαρισμένα στο πανί του βρακιού του.
Οι ταμπάκοι γελούσανε δυνατά, γελούσαν κι οι γυναίκες απ’ τα παράθυρα. Αυτός χτύπαγε πάντα μ’ άγριο πάθος τα πισινά του με τις παλάμες του:
— Διάβασέ τα, ντε…
Ο άνθρωπος λέει έβγαλε την καδένα απ’ το γιλέκο και ποτές του δεν ξαναμίλησε για τα ταξίδια του και τους Φράγκους του — τουλάχιστον εκεί στα ταμπάκικα. Δεν είχε αστεία μ’ αυτούς.
Περνάν ωστόσο τα χρόνια, οι άνθρωποι γερνάνε, ρεύουνε χρόνο με χρόνο τα τείχια του κάστρου, αλλάζουν όλα και μήτε προφταίνεις να το νιώσεις. Δίχως να το νιώσει κι ο Σιούλας, τα μαλλιά του πήραν κι ασπρίζαν. Τα πόδια του, χρόνια μέσα στα νερά, κάπου κάπου το βράδυ πιανότανε. Η Σιούλαινα, σαν κουνέλα, κάθε χρόνο γεννούσε καινούριο Σιουλόπουλο. Και μια τρακάδα παιδιά, πρέπει να χορτάσουν και να ντυθούν και να ποδεθούν και να πάνε σκολειό — αλέθεται ο άνθρωπος με τούτο και κείνο και το ‘να και τ’ άλλο, με το σήμερα και με τ’ αύριο, δεν προφταίνει μια στιγμή να σταθεί και να ιδεί τι γίνεται ολόγυρά του.
Κι οι ταμπάκοι δεν προφτάσαν κι αυτοί να ιδούνε τι γίνεται γύρω τους, τι ν’ άλλαξε τάχα και πότε ν’ άλλαξε, κι η δουλειά στα ταμπάκικα όλο και χειρότερα πήγαινε. Σεβρά, λουστρίνια, αδιάβροχα τα φέρναν απόξω, φτηνότερα και καλύτερα δουλεμένα, ακόμα και τις βακέτες και τα σολοδέρματα. Δυο τρεις παλιοί δερματεμπόροι στο παζάρι της πόλης το βρήκανε συμφερότερο, αντίς να παιδεύονται με τους ταμπάκους, να μαζώνουνε τα τομάρια και να τα στέλνουν ακατέργαστα στην Ιταλία, στη Μασσαλία, ακόμα και στη Σύρα, για να τ’ αργαστούν εκεί. Με τις μηχανές.
Άρχισε έτσι σιγά σιγά και κάθε βράδυ στα κρασοπουλειά των ταμπάκων απλωνότανε μια θολή καταχνιά πάνω από τα σκυμμένα κεφάλια. Καμπόσοι δουλεύανε πια δυο τρεις μέρες τη βδομάδα μονάχα. Καμπόσοι το ξέραν πως δεν αφήσανε τίποτα στο σπίτι τους για το βράδυ. Και το ξέραν όλοι πως οι γυναίκες τους διακονεύονται η μια με την άλλη, μοιράζονται αυτές το φαρμάκι και το πίνουνε μοναχές τους, δίχως να τους λένε τίποτα μήτε παραέξω να λένε, αν τύχει κι έχουν δικούς τους.
Αυτοί —κανένας δεν κλαιγότανε, δεν μαρτύραγε τίποτα για τη φτώχεια του, ντρεπόνταν ο ένας τον άλλονε να μιλήσουν. Και κανένας δεν ξέκοβε, δεν έφευγε να πιάσει άλλη δουλειά, τέτοια προδοσιά δεν την έκανε. Βαστούσαν όλοι μαζί το ταμπάκικο, το βαστούσανε σαν ένα ταμπούρι, σαν να μην άλλαξε τίποτα. Και τις Κυριακές, όλο το χειμώνα, τα δίκαννά τους από τη λίμνη αντιλαλούσανε πάντα στην πόλη σαν ένα αδάμαστο «παρών» — τ’ αντρίκειo πάθος τους, τ’ αρχοντικό του κυνηγιού.
Στα μεγάλα κλείσματα —κλεισίματα των πουλιών δηλαδή— που γίνονταν στη λίμνη απ’ όλους μαζί τους κυνηγούς, αυτοί μένανε πάντα πρώτοι και καλύτεροι. Το ‘χανε σαν προνόμιο ν’ αρχίζουν αυτοί πριν από το χάραμα από την πιο μακρινή άκρα της λίμνης, λάμνοντας αγάλια αγάλια κι όλο κλείνοντας με το ντουφεκίδι τους προς τη μέση της λίμνης τα τρομαγμένα κοπάδια απ’ αγριόπαπιες —γέσια και καναβές, καθώς τα ‘λεγαν— φαλαρίδες — τα μαύρα νεροπούλια με τις άσπρες μύτες— και κάποτε και τις μεγάλες όμορφες αγριόχηνες πόχουνε μπροστά στα στήθια τους, κάτω απ’ τα φτερά τους ένα δεύτερο φτερό, σα μετάξι και σα μαλλί, που το λένε μπάλσαμο και το φύλαγαν οι γυναίκες για τις πληγές— τέλειο πράμα.
Στη μέση της λίμνης στέκονταν αράδα μέσα στις βάρκες τους, με τα δίκαννα στο χέρι, οι άλλοι κυνηγοί από την πόλη και το νησί. Και τα πουλιά πέφτανε πάνω τους, κοπάδια ολόκληρα, χέρια μονάχα να ‘χεις εκείνη την ώρα να ντουφεκίζεις κι άνθρωπο να σου γεμίζει —δουλειά που την έκανε συνήθως ο καϊκτσής, λάμνοντας κιόλας σιγά σιγά, για να μαζεύει τα σκοτωμένα πουλιά — σε κάθε βάρκα λογαριαζόταν δικό της το πουλί που βρισκόταν κοντά της, άσκετο από ποιον βαρέθηκε.
Και σ’ αυτά τα κλεισίματα των πουλιών τα μεγάλα και στα δικά του τα μοναχικά κυνήγια της Κυριακής, ο Σιούλας ξαναζούσε ακόμα τους καημούς και τα μεράκια και τις περηφάνιες της ψυχής του από τον καιρό της νιότης του ως τα τώρα που πήρε και γέρασε, πήρε και φτώχυνε — ξέπεσε. Το βράδυ γύριζε σπίτι κατακομμένος, με τα πόδια πιασμένα από το κάτσιμο σταυροπόδι όλη μέρα μέσα στο στενό καραβούλι,* με τα ρούχα μουσκεμένα απ’ την υγρασία. Άνοιγε την πόρτα σπρώχνοντάς την με την πλάτη και πετούσε τα κυνήγια στο πάτωμα, στη μέση από το δωμάτιο. Ξαπλωνότανε δίπλα στο τζάκι, στο «μπάσι» που ‘χαν όλα τα σπίτια στο χειμωνιάτικο το δωμάτιο —έπεφτε μπρούμυτα κι έβαζε τα παιδιά του ν’ ανεβούν όλα στην πλάτη του να τον πατήσουν— να πατήσουν την πλάτη του που τον πόναγε. Τα παιδιά ξεφώνιζαν, γελούσαν, τον χτυπούσαν κλοτσιές, ξεφώνιζε κι αυτός. Το σκυλί ξετρελαινόταν και δεν ήξερε ποιον να πρωτογαβγίσει. Ήταν ακόμα μια ευτυχισμένη στιγμή μέσα στην καταχνιά που κατέβαινε στα ταμπάκικα.
Μονάχα η Σιούλαινα γονατισμένη στο πάτωμα μέτραγε και ξαναμέτραγε τα παπιά. Τέσσερα για το σπίτι, ένα ζευγάρι στην αδερφή της, ένα ζευγάρι στην πεθερά της — αν πουλούσαν τα ρέστα; Ήταν μια σκέψη που μήτε με τα μάτια δεν είχε κουράγιο να τη φανερώσει σ’ αυτόν. Οι καϊκτσήδες, οι νησιώτες κι άλλοι φουκαράδες μέσα στην πόλη κυνηγούσανε, κάναν το κέφι τους, τρώγαν όσα θέλαν και βγαίναν ύστερα στο παζάρι, κάνε μοναχοί τους καν οι γυναίκες ή τα παιδιά τους και τα περιπλέον τα πούλαγαν. Ένας ταμπάκος, ποτές. Για τον κόσμο όλον…
Κι ήρθε τότε μια βδομάδα ολόκληρη που τ’ αργαστήρι του Σιούλα σταμάτησε. Ούτε στ’ άλλα γινόταν τίποτα —ψευτοδούλευαν. Η γυναίκα του τα ‘φερε βόλτα μοναχή της, ξετίναξε το σπίτι, πήρε κι από τις άλλες γυναίκες — είναι αλήθεια πως έδωσε κάτι κρυφά και στον εβραίο τον παλιατζή, που ‘χε μυριστεί τι γινόταν στα ταμπάκικα. Αυτουνού δεν του ‘πε τίποτα, δεν τον ρώτησε τίποτα, μήτε τον κοίταξε στα μάτια, όλη τη βδομάδα. Παραπάνω δεν το μπόρεσε. Σταύρωσε τα χέρια κι έκατσε κι έκλαψε καρτερώντας το μεσημέρι που θα ‘ρχονταν όλοι και δε θα ‘χε να τους δώσει μήτε φαΐ μήτε ψωμί.
Αυτός ανέβηκε πάνω, μπήκε στο δωμάτιο, την είδε στη γωνία, τα ‘νιωσε τα μάτια των παιδιών του κι ήταν καρφωμένα πάνω του.
— Και τ’ άφησες έτσι τα παιδιά;
Αυτή δε μίλησε, καθόταν πάντα στην άκρη με το κεφάλι σκυμμένο.
— Και δεν έπαιρνες κατιτίς από το μπακάλη;
Η γυναίκα σήκωσε μια φορά τα μάτια της και κοίταξε. Μήτε λύπη, μήτε παράπονο, μήτε θυμός δεν ήτανε μέσα —τα μάτια της τον παρακαλούσανε να σωπάσει. Αυτός αγρίεψε:
— Τι δε μιλάς; Γιατί;
Ξανάσκυψε το κεφάλι της:
— Δε μας δίνει πια, είπε με ταπεινοσύνη σα να ‘φταιγε αυτή.
— Και ψωμί; Τι δεν έπαιρνες λίγο ψωμί;
— Μήτε ο φούρνος μάς δίνει.
Σηκώθηκε κι έφυγε γρήγορα γρήγορα για να κρύψει τα δάκρυα που την έπνιξαν. Πιο πολύ για την αδικία τη δική του παρά για τη δυστυχία.
Τα παιδιά σκορπίσανε, έφυγε κι εκείνη, πήγε στην αδερφή της να κλάψουν μαζί. Αυτός απόμεινε μόνος μέσα στο δωμάτιο, μέσα στο σπίτι. Πιο πολύ κι από τη δυστυχία, απ’ την πληγωμένη περηφάνια και την ντροπή μπροστά στα παιδιά του, όλο τ’ απόγεμα, μοναχός του εκεί μέσα, σκεφτότανε τη γυναίκα — την αδικία του. Ένας κόμπος ανέβαινε και ξανανέβαινε στο λαιμό του. Είκοσι χρόνια μαζί της, πρώτη φορά στοχαζότανε τώρα γι’ αυτήν.
Έπαιρνε να βραδιάσει όταν σηκώθηκε. Κανένας τους δεν είχε ακόμα γυρίσει στο σπίτι. Ξεκρέμασε το δίκαννο, το κοίταξε, το ξανακοίταξε, το πήρε παραμάσκαλα και κατέβηκε.
— Τι έπαθε, ρώτησε ο γύφτος κι έκανε να το πάρει.
Δεν του ‘χε την όρεξη ν’ ανοίξει τώρα κουβέντες μαζί του. Ήταν ένας γύφτος, όνομα και πράμα, φουκαράς ψευτοντουφεξής σε μια τρύπα στα μπιζεστένια —δίπλα στ’ αργαστήρια των κουδουνάδων— κι έφκιαχνε για ένα τίποτα τα ντουφέκια των φουκαράδων. Δεν του ‘δωσε το ντουφέκι, τον κοιτούσε στα μάτια, τον κάρφωνε με τα μάτια του.
— Το ‘χω για πούλημα, είπε τέλος κοφτά και του ‘δωσε το ντουφέκι. Θα πάρω άλλο.
Ήταν ένα καλό βελγικό δίκαννο, δωδεκάρι δίχως λύκους. Ο γύφτος το ‘ξερε από παλιά, μήτε το πήρε στα χέρια του μήτε το κοίταξε. Κοίταζε αυτόν, και τα γύφτικα, μπιρμπίλικα μάτια του παίζανε στο καπνισμένο του μούτρο. Κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε:
— Όχι, Σιούλα… Μη το δώσεις, αδερφέ μου.
— Δεν το παίρνεις δηλαδή;
— Εγώ το παίρνω και το παραπαίρνω… Και διάφορο θα ‘χω…
— Δεν τ’ αφήνεις αυτά τα γύφτικα τα παζάρια; Πόσα δίνεις;
— Ξέρω, είπε ήρεμα, ήταν μαθημένος να τον λένε γύφτο — δεν τον πείραζε. Ξέρω, Σιούλα, που δε θα πάρεις άλλο… Στενοχώριες, αναδουλειές, τα παιδιά… Μα μη το δώσεις, αδερφέ μου, το δίκαννο, δεν το ξαναπαίρνεις ύστερα.
Ο γύφτος δεν παζάρευε.
— Ξέρω… Ήρθανε κι άλλοι ταμπάκοι, πολλοί, κακό πράμα. Όποιος το ‘χε ένα μονάχο, εγώ δεν το πήρα… Χρόνια τρώω το ψωμί σας, όλο με τους φουκαράδες… Δώσ’ το σ’ άλλον. Δεν τα μολεύω τα χέρια μου…
Κατέβασε τα μάτια του, κατέβασε το κεφάλι του. Ένας γύφτος τον είχε πει φουκαρά. Και πως δεν μολεύει τα χέρια με το δίκαννο το δικό του. Δεν ήτανε γι’ αυτό —μήτε το σκέφτηκε. Ακόμα μια φορά μέσα στην ίδια μέρα ξαναστοχαζότανε τώρα την αδικία— κι από το φούρνο τι δεν έπαιρνες λίγο ψωμί; —και δεν τ’ αφήνεις τα παζάρια τα γύφτικα; Αν ο γύφτος δεν έβγαζε τα καπνά του να στρίψουν τσιγάρο, θα ‘φευγε κυνηγημένος την ίδια στιγμή — ντρεπότανε.
— Έχεις δίκιο, είπε σε λίγο χωρίς να σηκώσει τα μάτια του. Ύστερα τα σήκωσε και τον κοίταξε. Καλός άνθρωπος είσαι, του ‘πε σα να του το χρώσταγε και του χαμογέλασε. Κίνησε να φύγει.
Ο γύφτος τον σταμάτησε.
— Ξέρω, είπε πάλι… Δυσκολίες, αναδουλειές, τα παιδιά… Μα μη το δώσεις το ντουφέκι σου, ταμπάκος άνθρωπος. Θα μαραθείς.
Έβγαλε και του ‘δωσε ένα κατοστάρικο.
— Άμα είναι το, το ξαναφέρνεις…
Το πήρε. Το πήρε και δεν ένιωθε καμιά ντροπή. Το κράταγε μέσα στη χούφτα του και μια γλύκα περνούσε σ’ όλη του την ψυχή, ως το κορμί του την ένιωθε, σα μια ζέστα. Όχι που θα το πήγαινε σπίτι. Πιο πολύ γι’ αυτή τη γνωριμιά των ανθρώπων —πρώτη φορά στη ζωή του, τη γνωριμιά των φουκαράδων, που ‘πε κι ο γύφτος, πρώτη γνωριμία του εαυτού του— δεν είσαι άδικος, εσύ Σιούλα… Καθώς περνούσε τους δρόμους κατεβαίνοντας για τα ταμπάκικα, κατιτίς καινούριο, ζωντανό και ζεστό, σαν ένα φως έπαιζε μέσα του. Σχεδόν χαρούμενο μέσα στην κατάμαυρη δυστυχία. Κάτι που δε μαραίνεται.
Είχε νυχτώσει πια όταν πέρναγε το δρόμο που ‘χαν τ’ αργαστήρια τους οι ξυλάδες κι οι βαρελάδες. Άκουσε που φώναζαν τ’ όνομά του. Ήταν ένας βαρελάς Μετσοβίτης —ένας ροδοκόκκινος, καταστρόγγυλος άνθρωπος με φουσκωμένες τις πλάτες από το σκύψιμο.
— Καλησπέρα.
— Και για πού βραδιάτικα με το δίκαννο;
— Να μωρέ, ζάβωσε λίγο και το πήγα στο γύφτο. Καλός άνθρωπος, είπε ξαφνικά χωρίς να το θέλει.
— Δεν τον ξέρω, είπε ο βαρελάς. Και τι μας έφταιξε εμάς; Έλα να πιεις μια ρακή.
Ποτές του δεν είχε μπει σ’ αυτό το κρασοπουλειό — χάνι και κρασοπουλειό μαζί, που πήγαιναν οι ξυλάδες, οι βαρελάδες, φαμελίτες νοικοκυραίοι, φουκαράδες της γειτονιάς και χωριάτες που νυχτώθηκαν στην πόλη. Ο βαρελάς κέρασε το ρακί κι άρχισε κι έλεγε για τις αναδουλειές και τα βάσανα.
— Κι εσείς δεν είστε καλά, είπε σε μια στιγμή.
— Όχι, δεν είμαστε καλά, αποκρίθηκε αυτός και δε ντρεπόταν καθόλου που το ‘πε. Δεν είμαστε καλά.
— Και τι θα κάνετε;
— Δεν ξέρω… Κανένας δεν ξέρει…
— Κακό πράμα, είπε ο βαρελάς.
Αυτός δεν τον άκουγε πια. Ένιωθε μέσα του κείνη την ώρα σαν ένα ξεχείλισμα και τίποτα άλλο δεν ήθελε παρά να σηκωθεί και να τους κεράσει όλους εκεί μέσα, τους βλάχους, τους γύφτους, τους χωριάτες, τους φουκαράδες, όλους. Δεν έκαμε τίποτα τέτοιο. Κέρασε κι αυτός ένα ρακί το βαρελά του και τον καληνύχτισε πρόσχαρα.
— Καλός άνθρωπος είναι κι αυτός, το ‘λεγε και το ξανάλεγε μέσα του, να το νιώσει, να το χορτάσει. Καλός άνθρωπος —μα πού στο διάολο κρύβονταν όλοι τους;
Μπαίνοντας στο δρόμο των ταμπάκικων, βρέθηκε μπροστά σ’ ένα απ’ τα κουτσούβελα τα δικά του. Το φώναξε κοντά, του ‘δωσε κρυφά λεφτά να τα δώσει στη μάνα του, του ‘δωσε και το ντουφέκι. Ντρεπότανε να πάει μονάχος του. Κι ούτε πήγε ως αργά τη νύχτα, όταν σιγουρεύτηκε πια πως εκείνη πλάγιασε και κοιμήθηκε. Έπεσε δίπλα της στο στρώμα, ούτε κείνη μίλησε, ούτε αυτός, ούτε σάλεψαν.
Πριν απ’ το χάραμα σηκώθηκε. Πατώντας στα νύχια, πήρε πάλι το δίκαννο και κατέβηκε. Εκείνη ούτε σάλεψε πάλι. Αυτός μπήκε στο καραβούλι και τράβηξε για τη Μεγάλη Βαθειά —έτσι το λέγανε τ’ ανοιχτό μέρος της λίμνης. Έλαμνε κατά τις καλαμιές, χώνοντας βαθιά τα κουπιά στο νερό— βιαζότανε.
Όταν γύρισε πίσω είχε φέξει πια για καλά. Μια κρύα φωτεινή χειμωνιάτικη μέρα. Στην πόρτα στ’ αργαστήρι στάθηκε κι έβαλε μια φωνή. Τα παιδιά κατεβήκαν και θάμαζαν το πλούσιο κυνήγι. Ξεκρέμασε απ’ την πλάτη του το δίκαννο και τους το ‘δωσε, τους έδωσε και τρία παπιά.
— Δώστε τα στη μάνα σας, τους είπε μόνο.
Ξανάφυγε με καμιά δεκαριά πουλιά στα χέρια του κι ούτε γύρισε να κοιτάξει κατά το σπίτι. Ήξερε πως πίσω απ’ το τζάμι ήταν τα δάκρυά της. Και τράβηξε γραμμή κατά το παζάρι, μέσα απ’ τα ταμπάκικα, μπροστά απ’ τ’ αργαστήρια, στητός, χτυπώντας βαριά τα ποδήματά του…
…Έτσι πήγε κάποτε ο πρώτος ταμπάκος, στάθηκε στο παζάρι και πούλησε το κυνήγι του — ύστερα πήγανε κι άλλοι. Πίσω του εκείνη τη μέρα οι σάλπιγγες των νέων καιρών γκρέμιζαν από θεμέλια τα τείχη της ταμπάκικης Ιεριχώς μέσα σε πανδαιμόνιο απ’ ουρλιαχτά μηχανών. Κόντευε η άνοιξη και πάνω απ’ τη λίμνη κοπάδια αγριόχηνες τραβούσανε πια για ψηλότερα. Σαν τρομαγμένα κι αυτά…
δριμίλα: έντονη μυρουδιά (από το δριμύς).
βοβουσιώτης: από την περιοχή της Βοβούσας (Αώου).
ντομπρινοβίτες: απ’ το χωριό Ντομπρίνοβο.
αναντάμπαπαντάμ: από γενιά σε γενιά.
ξιπασμός: κομπασμός, αλαζονεία.
καραβούλι: καραβάκι, βάρκα.
Από τη συλλογή διηγημάτων Το τέλος της μικρής μας πόλης
Πηγή: http://digitalschool.minedu.gov.gr/modules/ebook/show.php/DSGL-C131/595/3929,17340/