ROMA ΨΥΧΡΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ, ΟΙ ΤΑΙΝΙΕΣ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ
Roma του Αλφόνσο Κουαρόν
Το αριστούργημα του Αλφόνσο Κουαρόν, μια επιστολή αγάπης και μνήμης στις γυναίκες που τον μεγάλωσαν και την ταραγμένη χώρα, μέσα και έξω από τους τοίχους του σπιτιού του. Χρυσός Λέοντας στο Φεστιβάλ Βενετίας.
Το «Ρόμα» του Αλφόνσο Κουαρόν είναι η πρώτη ταινία παραγωγής Netflix που βγαίνει στις αίθουσες, μία μέρα πριν την πρεμιέρα της στη streaming πλατφόρμα.
Μετά το «Gravity» και τα Οσκαρ, ο (άλλος) σπουδαίος Μεξικανός αφιερώνει ένα αριστούργημα στο χρόνο, στις γυναίκες και στην πόλη του, γεμάτο από τις δικές του «ανοχύρωτες» αναμνήσεις.
Ενα δάπεδο από μεγάλες πλάκες: το νερό που το ξεπλένει έρχεται ορμητικό, χωρίς να βλέπουμε ούτε το πρόσωπο, ούτε τα χέρια που το ρίχνουν. Καθώς το νερό έρχεται και φεύγει, πάνω του καθρεφτίζεται, σε αντανάκλαση, ένα σπίτι, ένα μπαλκόνι, ένα κομμάτι ουρανού, ένα αεροπλάνο. Ερχεται και φεύγει. Ξανά.
Το «Ρόμα» του Αλφόνσο Κουαρόν είναι μια ταινία ασπρόμαυρη κι αυτό το κείμενο θα μπορούσε να τελειώσει εδώ. Οι αναμνήσεις του σκηνοθέτη από το Μέξικο Σίτι του ’71, από τη γειτονιά του που λεγόταν Ρόμα, αποτυπώνονται ως ανάμνηση, μ’ ένα απόλυτα εστέτ ύφος, σε μια νέα ερμηνεία του νεορεαλισμού. Ενα καινούριο σινεμασκόπ (ένα δικής του έμπνευσης 65mm), ψηφιακό και μοντέρνο. Χωρίς εντάσεις, χωρίς έντονα κοντράστ, με απαλό φως που όμως διαπερνά πρόσωπα και πράγματα. Είναι οι αναμνήσεις του κι οι γυναίκες που τις διαμόρφωσαν.
Σ’ ένα μεσοαστικό σπίτι τη «νέα» δεκαετία του ’70, η ζωή κυλά με τη φούρια της καθημερινότητας. Ο γιατρός μπαμπάς και η (με σπουδές βιοχημείας) οικοκυρά μαμά βιώνουν το χωρισμό τους, αλλά συγκαλυμμένα, μυστικά. Τα τέσσερα παιδιά και η γιαγιά αναπληρώνουν το θόρυβο, τις ταραχές και τα παιχνίδια. Ολα περνούν από τα χέρια κι από τα μάτια της Κλέο, της μιας από τις δυο υπηρέτριες του σπιτιού. Πιτσιρίκα κι η ίδια, στα πρόθυρα ενός αρραβώνα ίσως, φροντίζει για όλα και για όλους, παρηγορεί, αγκαλιάζει, φέρνει φαγητά, μαζεύει το τραπέζι και τα ρούχα, καθαρίζει, παρατηρεί. Κανείς δεν παρατηρεί την ίδια την Κλέο, παρά μόνο η κάμερα κι εμείς.
Για ώρα ο Κουαρόν ξεδιπλώνει την ταινία του υπερβολικά ήσυχα. Επίπεδα, ασήμαντα καθημερινά πράγματα σκεπάζουν μια ένταση που σιγά-σιγά, αδιόρατα αλλά καθηλωτικά, αυξάνεται με οικείες αφορμές. Η ετοιμόρροπη αυτοσυγκράτηση της Σοφία, της κυρίας του σπιτιού. Τα πείσματα των μικρών. Η αυλή που γεμίζει με τα κακά του σκύλου που δεν βγαίνει βόλτα: ποιος και πότε θα τα πατήσει; Κι ο φίλος της Κλέο, θα της δώσει ποτέ τη σημασία που αξίζει;
Για να συνδεθεί αυτή, η αδιόρατη, υπόγεια ένταση, σ’ ένα συναισθηματικό ποτάμι που θα οδηγήσει στο δεύτερο μέρος και στο φινάλε της ταινίας. Χωρίς υπερβολές, μόνο με αλήθεια. Για την αγαπημένη μεσοαστική τάξη που ποτέ δεν κοίταξε, πραγματικά, όσα συνέβαιναν γύρω της, πασχίζοντας να συντηρήσει τον τρόπο ζωής της χωρίς ανατροπές. Σαν το μεγάλο οικογενειακό αυτοκίνητο που, ξεκάθαρα, δεν χωρά να περάσει από την πόρτα του γκαράζ του σπιτιού και τραυματίζεται κάθε φορά, σε μια πεισματική προσπάθεια. Σαν τα αεροπλάνα που ταξιδεύουν στον ουρανό και κανείς, ποτέ, δεν αναρωτιέται πού πηγαίνουν. Σαν τις αφίσες στους δρόμους που φωνάζουν εναντίον του Ετσεβερία, που κανείς δεν τις προσέχει, λίγες μέρες πριν τη σφαγή του Κόρπους Κρίστι που η οικογένεια θα δει, φυσικά, από το παράθυρο.
Αυτό το σχεδόν σιωπηλό (και γι’ αυτό εκκωφαντικό) πολιτικό σχόλιο, ο Κουαρόν το στολίζει απολαυστικά, με μια εκπληκτική αναπαράσταση εποχής, όχι νοσταλγική, αλλά γεμάτη ζωντάνια. Χωρίς κατηγορώ, μόνο με μια παραδοχή της ταξικής αδικίας και μεγάλα αποθέματα αγάπης. Με ποπ αναφορές, από το soundtrack του «Jesus Christ, Super Star» που ακούει η οικογένεια στη γιορτή των Χριστουγέννων, μέχρι την «Ασύλληπτη Απόδραση» του Λουί ντε Φινές που παίζει το σινεμά, μέχρι τη χαριτωμένη, αυτοαναφορική (ας του την επιτρέψουμε, οριακά), σκηνή που τόσο θυμίζει τον… Τζορτζ Κλούνεϊ και το «Gravity».
Ταυτόχρονα, αυτή είναι μια ταινία – ωδή στη γυναικεία φύση, τη δύναμή της, την αντοχή και την προσαρμοστικότητά της. «Ό,τι και να σου πουν, εμείς οι γυναίκες είμαστε πάντα μόνες,» θα βάλει ο Κουαρόν τη μία ηρωίδα του να λέει στην άλλη. Και γι’ αυτό, για να τιμήσει την καθοριστική μοναξιά τους, τους χτίζει ένα περήφανο μνημείο μ’ αυτή την ταινία.
Οπως όλοι οι σπουδαίοι σκηνοθέτες, έτσι κι ο Κουαρόν κάνει πάντα την ίδια ταινία, ασχολείται με διαφορετικές περιβολές των ίδιων σκέψεων, για τη μοναξιά του ανθρώπου μέσα στο σύνολο, για τα προσωπικά όρια και πώς μπορεί κανείς να τα υπερβεί. Το ίδιο κάνει και στο «Ρόμα», αλλά, αυτή τη φορά, με μεγάλη αυτογνωσία, ειλικρίνεια και ηρεμία. Και μια συγκινητική υπενθύμιση, ότι δεν χρειάζεται να κοιτάς τα αεροπλάνα στην αντανάκλασή τους στο δάπεδο, μπορείς απλώς να κοιτάξεις ψηλά, στον ουρανό.
Flix
happy 2019
Ψυχρός Πόλεμος (Cold War) του Πάβελ Παβλικόφσκι
Επιστρέφοντας στο ασπρόμαυρο τετράγωνο κάδρο της «Ida», ο Πάβελ Παβλικόφσκι μεταφέρει το βάρος του «Ψυχρού Πολέμου» σε μια ερωτική ιστορία που αντηχεί σαν ένα μελαγχολικό τραγούδι. Ακόμη και όταν χάνει στροφές, δεν μπορείς να σταματήσεις να ακούς. Βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Καννών για μια σπαρακτική ιστορία αγάπης που διατρέχει τη σύγχρονη ιστορία της Πολωνίας. Επίσημη υποβολή της Πολωνίας για το Οσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Αν αυτό που περιμένει κάποιος να διαβάσει από μια κριτική για τη νέα ταινία του Πάβελ Παβλικόφσκι είναι κατά πόσο ο Πολωνός σκηνοθέτης στέκεται στο ύψος της τεράστιας επιτυχίας του «Ida», η απάντηση είναι θετική, όσο κι αν ο «Ψυχρός Πόλεμος» είναι μια πιο ψυχρή, πιο μελαγχολική και πιο ελλειπτική ταινία, εμπνευσμένη και αφιερωμένη στην ιστορία των ίδιων των γονιών του σκηνοθέτη.
Στη μεταπολεμική Πολωνία, η Ζούλα επιλέγεται για τη φωνή της σε μια χορωδία παραδοσιακής μουσικής που γρήγορα θα γίνει όργανο για την διάδοση των ιδανικών του κομμουνισμού. Εκεί θα γνωρίσει τον Βίκτορ, έναν μποέμ πιανίστα που την ξεχωρίζει αμέσως για το ταλέντο και το ταμπεραμέντο της και θα τον ερωτευτεί παράφορα. Το ίδιο κι αυτός. Οχι όμως τόσο ώστε να την πάρει μαζί του, όταν σχεδιάζει να φύγει για το Παρίσι και να γίνει μέλος μιας παρέας ποιητών και καλλιτεχνών. Η Ζούλα θα τον ακολουθήσει και θα προσπαθήσει να ζήσει μαζί του το όνειρο μια άλλης ζωής, μέχρι που πρώτη αυτή μετά από χρόνια θα επιστρέψει στην Πολωνία, χωρίς τον Βίκτορ, σε μια αλληλουχία διαδρομών μέσα και έξω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα που θα σημαδευτούν ανεξίτηλα από το παράδοξο της σχέσης τους – μια σχέση παράφορου πάθους, ζήλειας, περιφρόνησης και ψυχρότητας.
Αν ο Πάβελ Παβλικόφσκι ήθελε να μεταφέρει όλη την ταραγμένη, παράλογη, στιγματισμένη από μικρές και μεγάλες τραγωδίες ιστορία του Ψυχρού Πολέμου μέσα στην ερωτική ιστορία αυτών των δύο ανθρώπων, το κάνει με τον ωραιότερο τρόπο καθώς το ασπρόμαυρο τετράγωνο κάδρο που αγαπήθηκε τόσο στην «Ida» γίνεται και εδώ ο περιορισμένος, ασφυκτικός, μαζί ρομαντικός και όμως κλειστοφοβικός χώρος μέσα στον οποίο η Ζούλα και ο Βίκτορ θα ανακαλύψουν πως, ενώ δεν μπορούν να ζήσουν μαζί, είναι αδύνατον να ζήσουν χωριστά.
Με το ένα πόδι στην κομμουνιστική Πολωνία του σταλινισμού, της φολκλόρ προπαγάνδας και της βίαιης ενηλικίωσης και με το άλλο στο Παρίσι της τζαζ, του ελεύθερου σεξ, των ποιητών και της βίαιης δεύτερης ενηλικίωσης, η Ζούλα και ο Βίκτορ νιώθουν και είναι ξένοι όχι μόνο στις χώρες που θα περιπλανηθούν κάθε φορά για να συναντήσουν ο ένας τον άλλον αλλά και μέσα στις «χώρες» που ορίζουν τη σχέση τους, τον ίδιο τους τον εαυτό. Κατακερματισμένοι ανάμεσα στις επιθυμίες τους, όσα θα ήθελαν να έχουν και όσα πρέπει να θυσιάσουν για να νιώσουν ευτυχισμένοι, μοιάζουν και οι δύο σαν δύο άνθρωποι που πρέπει κάθε φορά να μάθουν να ζουν μαζί από την αρχή.
Ο Παβλικόφσκι τους ακολουθεί μέσα σε ένα διάστημα 15 χρόνων – από το 1949 μέχρι και τα μισά των 60s, αφήνοντας την ιστορία τους να κυλάει ελλειπτικά, άλλοτε με λεπτομέρεια στις συναισθηματικές τους διακυμάνσεις και άλλοτε κι αυτός ψυχρά, σαν αυτός ο πόλεμος του τίτλου να διαδραματίζεται ακόμη και όταν δεν υπάρχει πια τίποτ’ άλλο να πεις και να τραγουδήσεις για το χρόνο που χάνεται, την αγάπη που πάντα επιστρέφει και μια Ενωση που στηρίχθηκε πάνω στην αρχέγονη έννοια του χωρισμού. Οσο τους κατηγορεί γι’ αυτό που κάνουν ο ένας στον άλλον, άλλο τόσο τους αγαπά γιατί συνεχίζουν να υπάρχουν μαζί και όσο τους θέλει να λειτουργούν σαν σύμβολα μιας ολόκληρης εποχής, άλλο τόσο τους δίνει συνεχώς τα χαρακτηριστικά δύο υπαρκτών ανθρώπων που ζουν το δικό τους γοητευτικό, μελαγχολικό, ασπρόμαυρο «La La Land».
Με δύο ηθοποιούς που νιώθεις ότι θέλουν – και θα το κάνουν στην τελική σκηνή – να σπάσουν το κάδρο και να βγουν εκτός (τη σαρωτική Τζοάνα Κούλιγκ και τον εσωστρεφή σαν χολιγουντιανό σταρ μιας άλλης εποχής Τόμας Κοτ) και με κάθε σκηνή της ταινίας του να πρέπει να χωρέσει την πικρή επίγευση μιας ολόκληρης ζωή, ο Παβλικόφσκι ολοκληρώνει με τον «Ψυχρό Πόλεμο» ακόμη μια σπουδή ακρίβειας πάνω στο παρελθόν της ίδιας του της χώρας και μαζί ένα ατελές, αλλά στην ολότητά του συγκλονιστικό μικρό φιλμ για έναν μεγάλο έρωτα.
Πηγή: www.flix.gr