Η ΠΛΑ’Ι’ΝΗ ΑΥΛΟΠΟΡΤΑ, της Μένης Πουρνή
Το σπίτι της γιαγιάς στο χωριό ήταν δικό της μόνο κατ’ όνομα. Είχε πεθάνει πολλά χρόνια πριν γεννηθώ και ήξερα την παρουσία της μόνο από παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες και μερικές στο χρώμα της σέπιας. Ανέκφραστη και απόμακρη, ποτέ δεν κοιτούσε το φωτογράφο παρά κάπου μακριά, με βλέμμα χαμένο πια στο περίγυρο του φωτογραφικού κάδρου. Στο σπίτι της πηγαίναμε τις γιορτές και τα καλοκαίρια και την πρώτη μέρα δεν μέναμε σχεδόν καθόλου μέσα μέχρι να διαλυθεί η έντονη μυρωδιά της κλεισούρας και της καμφοράς από τις ντουλάπες.
Με τον Στέργιο τρέχαμε αμέσως στην αυλή και βιαστικοί καθώς ήμασταν πριν προλάβουμε καν να αλλάξουμε, με τα επίσημα ρούχα του ταξιδιού, για να ξεθάψουμε τους θησαυρούς που είχαμε θάψει σε δέκα διαφορετικές γωνιές του από το φόβο μην τους ανακαλύψει όλους μαζί στο ένα μέρος όπου θα βρίσκονταν και τα έπαιρνε όλα μαζί του φεύγοντας. Τις Δευτέρες, όταν η μητέρα μου έστελνε τα ρούχα στο καθαριστήριο της γειτονιάς, ο νεαρός που ερχόταν να τα παραλάβει είχε προ πολλού πάψει να ρωτάει τι συνέβη.
Και φυσικά η συμφορά δεν σταματούσε εκεί! Μόλις μπαίναμε σπίτι υπήρχαν παντού λασπωμένες πατημασιές γιατί ήμασταν υποχρεωμένοι να εξερευνήσουμε και κάθε κρυφή γωνιά του σπιτιού για να δούμε πού μας βόλευε αυτή τη φορά να απλώσουμε την παιχνιδοπραμάτεια μας. Συνήθως μας βόλευαν η κουζίνα και το σαλόνι και σε καμία περίπτωση τα δωμάτια μας, όπως θα ήθελαν οι μεγάλοι. Βέβαια στην κουζίνα και το σαλόνι συνέβαιναν και τα μεγάλα γεγονότα που συχνά δεν ήθελαν να μαθαίνουμε, όπως παλιές ιστορίες και τυχαίες κουβέντες που αποκάλυπταν νέες μυστηριώδεις ειδήσεις.
Ωστόσο από την αρχή η μυστηριώδης νότα του παλιού πατρογονικού σπιτιού ήταν άλλη. Και συγκεκριμένα η μόνιμα κλειδαμπαρωμένη πλαϊνή πόρτα που οδηγούσε στην αυλή του διπλανού μεσότοιχου σπιτιού. Πάντοτε όταν ερχόμασταν χειμώνα-καλοκαίρι, άνοιξη-φθινόπωρο η πόρτα αυτή ήταν μανταλωμένη, σφιχτά κλειδωμένη με χοντρές αλυσίδες και λουκέτα που όσο περνούσε ο καιρός και σκούριαζαν τόσο πιο αδύνατον φαινόταν στα παιδικά μας μάτια ότι θα μπορούσαν κάποτε να ανοίξουν και να αποκαλύψουν το μεγάλο μυστήριο που ήμασταν σίγουροι ότι έκρυβαν.
Ένα πρωινό στις αρχές του Απρίλη, μια χρονιά που το Πάσχα έπεφτε νωρίς την άνοιξη και εμείς μόλις είχαμε φτάσει για τις πασχαλιάτικες διακοπές, τρέξαμε πάλι με τον Στέργιο για την καθιερωμένη αποκάλυψη των θησαυρών μας. Εγώ πήγα στην αντίθετη κατεύθυνση και ο Στέργιος κοντά στην μυστηριώδη πόρτα. Σε λίγο τον άκουσα να με φωνάζει με μία φωνή γεμάτη έκπληξη και αγωνία.
-Κοσμά, Κοσμά, τρέξε!
Θεώρησα πως μάλλον είχε χαθεί κάποιο κομμάτι του θησαυρού μας, πράγμα αναμενόμενο εφόσον ορισμένα ήταν φτιαγμένα από ύφασμα και χαρτί.
-Κοίτα! Μου είπε ξανά ο Στέργιος μόλις έφτασα.
Δεν μπορούσα να πιστέψω στα μάτια μου! Μπροστά μας βρισκόταν η πόρτα ολάνοιχτη και φρεσκοβαμμένη με τα φύλλα της να τραμπαλίζονται ελαφρά στον δυνατό, κρύο ανοιξιάτικο αέρα που φυσούσε.
Συνεννοηθήκαμε νοερά με τον Στέργιο και αποφασίσαμε πως δεν υπήρχε άλλη λύση παρά να περάσουμε στην άλλη πλευρά.
Περπατούσαμε όσο πιο αθόρυβα γινόταν, με τα χέρια κολλημένα κατά μήκος του σώματος σαν αρχαϊκοί κούροι, προσέχοντας μην προκαλέσουμε τον παραμικρό θόρυβο. Η αυλή του άγνωστου, ως τότε γειτονικού σπιτιού, ήταν πολύ περιποιημένη, με μεγάλες γλάστρες γεμάτες κάθε είδους ανθισμένα λουλούδια, πανύψηλα φροντισμένα δέντρα και πετρόστρωτο δάπεδο. Ένα πλαστικό λάστιχο πότιζε ένα παρτέρι λουλούδια και χαρούμενες συνομιλίες ακούγονταν κάπου στο βάθος.
Σκεφτήκαμε να φύγουμε αλλά η περιέργειά μας ήταν τόσο δυνατή που ρίζωνε τα πόδια μας στο έδαφος. Λίγο αργότερα ένα κοριτσάκι κάπου στην ηλικία μας ξεφύτρωσε πίσω από μία συστάδα δέντρων και μας χαμογέλασε φιλικά.
-Γεια σας! Πώς σας λένε; ρώτησε λίγο πιο δυνατά από το συνηθισμένο.
-Με λένε Στέργιο και τον αδερφό μου Κοσμά, είπε γρήγορα και αγχωμένα ο αδερφός μου.
Μας κοίταξε συνοφρυωμένη.
-Μπορείς να επαναλάβεις πιο αργά, σε παρακαλώ; είπε ξανά στον ίδιο δυνατό τόνο.
Ο Στέργιος επανέλαβε, αν και ήταν το ίδιο απορημένος με μένα. Έπειτα μας έγνευσε να την ακολουθήσουμε. Την ακολουθήσαμε πρόθυμα και σύντομα βρεθήκαμε σε ένα ξέφωτο όπου δεκάδες χρυσόψαρα κολυμπούσαν σε ένα σιντριβάνι. Πλησιάσαμε κοντά και εκείνα απομακρύνθηκαν τρομαγμένα. Γελάσαμε ξαφνιασμένοι και μείναμε να τα παρατηρούμε για αρκετή ώρα. Κάποια στιγμή το κοριτσάκι άρχισε να μας πετάει νερό και ‘μεις ανταποκριθήκαμε με το ίδιο κέφι και πείσμα σε ένα τρελό, ασταμάτητο κυνηγητό γύρω από το σιντριβάνι.
Σε λίγο μία νεαρή γυναίκα ήρθε προς το μέρος μας, έπιασε το κοριτσάκι από τον ώμο, κάτι του είπε με νοήματα και το αγκάλιασε.
-Καλώς ήρθατε, παιδιά! Είμαι η μαμά της Ελπίδας. Χαίρομαι πολύ που γίνατε φίλοι! Είπε. Από πού μπήκατε;
Της δείξαμε δειλά την ανοιχτή πλαϊνή αυλόπορτα.
-Επιτέλους καιρός ήταν! Αναφώνησε χαρούμενα αφήνοντάς μας έκπληκτους. Η Ελπίδα έχει μειωμένη ακοή γι’ αυτό τόσα χρόνια είχαμε κλειστή την πόρτα. Τώρα που μεγάλωσε πια δεν υπάρχει κίνδυνος και μπορούμε ήσυχοι να την αφήνουμε ανοιχτή. Τι λέτε; Θα μας ξανάρθετε;
Η Ελπίδα μας κοιτούσε με μάτια που έλαμπαν μέσα από την αγκαλιά της μητέρας της.
Υποσχεθήκαμε να πάμε κάθε μέρα όσο θα μέναμε στο χωριό!